facebook
Αρχική Αρθρα - Απόψεις «Μελλοντικές Αξιώσεις αποζημίωσης και η απόρριψή τους ως πρόωρων» Υπό Ιωάννη Κωλέττη – Δικηγόρου Αθηνών ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2011

«Μελλοντικές Αξιώσεις αποζημίωσης και η απόρριψή τους ως πρόωρων» Υπό Ιωάννη Κωλέττη – Δικηγόρου Αθηνών ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2011

«Μελλοντικές Αξιώσεις αποζημίωσης

και η απόρριψή τους ως πρόωρων»

            Υπό  Ιωάννη Κωλέττη –  Δικηγόρου Αθηνών

Το παρόν άρθρο βασίστηκε σε εισήγηση που παρουσιάστηκε στις 2-10-2011 στην 3η Επιστημονική Διημερίδα της Ένωσης Νομικών Δικαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης και Αστικής Ευθύνης Τροχαίων Ατυχημάτων (ΕΝΔΙΑΑΕΤΑ), η οποία διοργανώθηκε το διήμερο 1/2/-10-2011 στο Ναύπλιο σε συνεργασία με τον Δικηγορικό Σύλλογο Ναυπλίου, με θέμα «Τροχαία Ατυχήματα και Ιδιωτική Ασφάλιση: Αστικά, Ποινικά και Δικονομικά ζητήματα μετά τις τελευταίες νομοθετικές ρυθμίσεις».

                   

          Μεταξύ των αξιώσεων που έχει ο παθών από τροχαίο ατύχημα είναι και αυτές που αναφέρονται στην μελλοντική ζημία του είτε αυτή έχει τη μορφή της θετικής ζημίας (δαπάνες-νοσήλεια-πρόσληψη θεραπαινίδας για το μέλλον κλπ) είτε αυτή έχει τη μορφή των διαφυγόντων κερδών εκ της εργασίας του για το μέλλον.

Οι παραπάνω αξιώσεις του παθόντος στηρίζονται στις διατάξεις των άρθρων 929  και  298 Α.Κ.

Η μεν διάταξη του άρθρου 929 Α.Κ ορίζει ότι :

« Επί βλάβης της σώματος ή της υγείας του προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, πλην των νοσηλίων και της επελθούσης ζημίας, παν ότι ο παθών  θα στερείται  στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον ένεκα αυξήσεως των δαπανών του  ……..»

Η δε διάταξη του άρθρου Α.Κ 298  αναφέρει ότι:

 « η αποζημίωση περιλαμβάνει την μείωση της υπαρχούσης περιουσίας του δανειστού (θετική ζημία) ως και το διαφυγόν κέρδος. Ως τέτοιο λογίζεται το κέρδος το μετά πιθανότητος προσδοκώμενο κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων η εκ των ειδικών περιστάσεων και ιδία των ληφθέντων προπαρασκευαστικών μέτρων»

        Με την διάταξη του άρθρου Α.Κ 937  η παραγραφή της απαίτησης από αδικοπραξία παραγράφεται μετάαπό 5 έτη αφότου ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του προς  αποζημίωση υπόχρεου.

Κατά την έννοια της διάταξης  αυτής ως γνώση της ζημίας νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της άδικης πράξης. Σύμφωνα με τα κρατούντα στην θεωρία και στην νομολογία γνώση της κατά ποσό εκτάσεως της ζημίας και των επί μέρους συνεπειών της  δεν είναι απαραίτητη, έτσι ώστε να αρχίσει η ως άνω πενταετής παραγραφή. 

(ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΑΠ 165/1956,  ΑΡΧ. Ν.  1 ,352,    Α.Π. 104/76  ΝΟΒ 24 ,697)

Η παραγραφή δηλαδή αρχίζει για όλες τις συνέπειες της ζημίας που απλώς ήσαν προβλεπτές κατά τον χρόνο γνώσεως της ζημίας . (ΚΡΗΤΙΚΟΣ  ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟ ΑΥΤΟΚΙΝHΤΙΣΤΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ, 2008 παρ 15, 23,  ΑΠ 39/2007 ΝοΒ 2007, 55, AΠ 377/2009.

Πρακτικά, λοιπόν, η παραγραφή της αξίωσης μελλοντικής απώλειας εισοδήματος εφ’  όρου ζωής του καταστάντος αναπήρου από τροχαίο ατύχημα αρχίζει από τότε που ήταν προβλεπτή, αλλά και σε γνώση του παθόντος η μόνιμη βλάβη της υγείας του ανεξαρτήτως εάν δεν μπορεί να προσδιορισθεί επ’ ακριβώς το χρηματικό ποσό της απώλειας του εισοδήματός του είτε για όλο το μελλοντικό διάστημα είτε για μέρος του χρονικού μελλοντικού διαστήματος.

1.  Και για την εξεύρεση της μελλοντικής θετικής ζημίας του παθόντος (π.χ. δαπάνη για την πρόσληψη θεραπαινίδας εφ’ όρου ζωής από τον καταστάντα παραπληγικό ή την πρόσληψη υπαλλήλου) ο προσδιορισμός της εκτάσεως της ζημίας κατά ποσό για το μέλλον δεν φαίνεται κατ’ αρχήν να προσκρούει σε εμπόδια, αφού είναι σχετικά εύκολο να προσδιορισθεί  το ύψος της δαπάνης, δεδομένου ότι η θετική μελλοντική ζημία είναι ένα γεγονός που υπάρχει ήδη και αποδεικνύεται συνήθως εύκολα.

Πρέπει όμως να τονισθεί εδώ,  ότι και για την αποκατάσταση της μελλοντικής θετικής ζημίας  δεν απαιτείται να διαπιστωθεί κατά τρόπο βέβαιο ότι αυτή θα επέλθει,  αλλά  αρκεί η πιθανολόγηση του γεγονότος αυτού βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και της κοινής πείρας των πραγμάτων, ακριβώς όπως και στην περίπτωση του διαφυγόντος κέρδους  (Α.Π 1609/2007)

2. Για την αποθετική όμως μελλοντική  ζημία, το διαφυγόν κέρδος αποτελεί μέγεθος που προσδιορίζεται  υποθετικά. Διαφυγόν κέρδος είναι το κέρδος που θα αποκομιζόταν εάν δεν είχε επέλθει το ζημιογόνο γεγονός.  Για να διευκολύνει λοιπόν ο νόμος την απόδειξη, αλλά και για να θέσει φραγμό στις αχαλίνωτες υποθέσεις ορίζει στην διάταξη του άρθρου Α.Κ 298 παρ 2  ως διαφυγόν κέρδοςτο μετά πιθανότητος προσδοκώμενο κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων ή  εκ των ειδικών περιστάσεων και ιδία των ληφθέντων προπαρασκευαστικών μέτρων».

Χρειάζεται, δηλαδή, να προβλεφθεί το κέρδος από τον μέσο λογικό άνθρωπο με βάση αντικειμενικά κριτήρια ( = κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και μάλιστα να προβλεφθεί εκ των προτέρων κατά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος .  Η έκφραση « μετά πιθανότητος προσδοκώμενο»  χρησιμοποιήθηκε από τον νομοθέτη ακριβώς γιατί δεν  μπορεί να υπάρχει βεβαιότητα για κάτι που δεν επήλθε, αλλά θα μπορούσε να επέλθει. ( ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ  ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ  Ερμηνεία ΑΚ,   σελίδα 66, παρ 19 επ) .

Η διάταξη του άρθρου 298 Α.Κ κατά το μέρος που επιτρέπει στο δικαστήριο να στηριχθεί σε πιθανολόγηση της απαίτησης  από διαφυγόν κέρδος είναι δικονομικού χαρακτήρα, ενώ κατά τα λοιπά είναι ουσιαστικού χαρακτήρα. Ως κριτήριο διάγνωσης  του προσδοκώμενου  διαφυγόντος κέρδους είναι η βάσιμη ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ.  (ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗΣ ΕΡΜΑΚ  άρθρο 298, ΑΠ 940/1995 ΕΕΝ 1996 /792). Εν όψει δε του δικονομικού χαρακτήρα της διάταξης που επιτρέπει στο δικαστήριο ΑΠΛΗ ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΗΣΗ  ΚΑΙ ΟΧΙ ΠΛΗΡΗ ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΠΕΠΟΙΘΗΣΗ  η τυχόν εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ουσίας  ως προς το εάν συντρέχει ή όχι πιθανότητα για την  ύπαρξη ή μη διαφυγόντος κέρδους δεν ελέγχεται αναιρετικά για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (559 περ1 ΚοπλΔ),  ΑΠ 1249/1994

Πρακτικά παραδείγματα :

1.     ΕΠΙ ΘΕΤΙΚΗΣ ΖΗΜΙΑΣ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗΣ

Γυναίκα, ετών 50 από τροχαίο ατύχημα το έτος 2005 , ασχολούμενη με τα οικιακά,  υφίσταται κρανιοεγκεφαλική κάκωση εκ της οποίας υφίσταται μόνιμη αναπηρία σε ποσοστό 50% συνιστάμενη σε μετατραυματική άνοια, σε αφασία τύπου εκπομπής και αντίληψης των πραγμάτων,  στον μη προσανατολισμό σε τόπο και χρόνο. Στην περίπτωση αυτή είναι αδήριτος η ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού τόσο για την εκτέλεση των οικιακών εργασιών της όσο και για την εξυπηρέτησή της  για όλη την ζωή της.   Η απόφαση 2193/2011 ΕΦΑΘ  δέχθηκε τα παραπάνω,  πλην όμως, επιδίκασε αποζημίωση για πρόσληψη οικιακής βοηθού μέχρι το έτος 2015, ενώ για το μετά τις 31-12-2015 χρονικό διάστημα και μέχρι τις 31-12-2026, το οποίο ζητείτο με την μορφή μηνιαίων περιοδικών παροχών, απέρριψε το αίτημα ως ασκούμενο πρόωρα, ως  ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, καθόσον εξαρτάται από μελλοντικές συνθήκες που   έχουν          σχέση με τα εν   γένει οικονομικά δεδομένα και τις εν γένει βιοτικές και οικονομικές συνθήκες που θα διαμορφωθούν στο μέλλον και δεν είναι από τούδε ασφαλής η πρόβλεψή τους. Το αιτιολογικό της ως άνω απόφασης, έχει σχεδόν παγιωθεί από τα δικαστήρια ουσίας.

 1.α Κριτική επί της απόφασης    

Η ως άνω απόφαση, όπως και πλήθος άλλων επί παρεμφερών υποθέσεων από τα δικαστήρια ουσίας, ακολουθούν επί παρόμοιων αιτημάτων αποκατάστασης μελλοντικής θετικής ζημίας την απόρριψή τους ως πρόωρα ασκουμένων,   δηλαδή ως ανεπίδεκτων δικαστικής εκτίμησης.  Την έννοια της απόρριψης της αγωγής ως πρόωρης ακολουθεί και ο ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ στις περιπτώσεις των μελλοντικών διαφυγόντων κερδών μονίμως αναπήρων όταν υπάρχει η παρεμβολή ασφαλιστικού φορέα, ο οποίος δεν έχει συγκεκριμενοποιήσει τις συντάξεις κατά ποσά για τα αντίστοιχα μελλοντικά διαστήματα. Γι’ αυτό θα γίνει λόγος πιο κάτω.

Σύμφωνα με τα παραπάνω εκτεθέντα, για την έννοια της θετικής μελλοντικής ζημίας, η οποία είναι από τούδε ορισμένη και προσδιορισμένη,  δεν υπάρχει κανένας βάσιμος ουσιαστικός λόγος για την απόρριψη της αγωγής για το μέλλον. Από την στιγμή που το δικαστήριο ουσίας δέχεται την μόνιμη αναπηρία του παθόντος, την μόνιμη ανικανότητά του προς εξυπηρέτηση και την ανάγκη του για τις υπηρεσίες οικιακής βοηθού για το μέλλον είναι υποχρεωμένο να τάμει την διαφορά και να επιδικάσει τα σχετικά αγωγικά κονδύλια. Οι αόριστες παραδοχές περί μελλοντικών αστάθμητων οικονομικών παραγόντων   είναι μη νόμιμες.

Η απόφαση πάσχει:

 α) από ασάφεια στην αιτιολογία αφού δεν προσδιορίζει πoιοί είναι οι αστάθμητοι αυτοί οικονομικοί παράγοντες, πώς αυτοί έχουν αιτιώδη σχέση με την συγκεκριμένη υπόθεση

β)  από αντίφαση στην αιτιολογία αφού  δεν αναφέρει ειδικά και συγκεκριμένα περιστατικά που να δικαιολογούν γιατί  αφού γίνεται δεκτή η ανάγκη πρόσληψη οικιακής βοηθού για όλη την ζωή της, επιδικάζει εν τέλει για την ίδια αιτία  το κονδύλιο μόνο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, χωρίς μάλιστα να παραθέτει κανένα όρο συγκεκριμένο για την αλλαγή της στάσης της αυτής μέσα στο ίδιο το σκεπτικό της απόφασης.

Οι υπό στοιχεία (α) και (β) της παρούσης παραγράφου αιτιάσεις νομολογήθηκαν και με την υπ’ αριθμ 625/2010 απόφαση του Α.Π. με ακριβώς αυτό το σκεπτικό, αν και η αναιρεθείσα απόφαση αφορούσε την απώλεια μελλοντικών διαφυγόντων κερδών.

Η ως άνω απόφαση αναφέρει του Α.Π. αναφέρει επι λέξει:

………. «Επιπλέον, ενώ δέχεται ότι ο αναιρεσείων το χρονικό διάστημα των πρώτων πέντε ετών θα είναι ολοσχερώς ανίκανος προς εργασία εξαιτίας του τραυματισμού του, η ανικανότητα δε αυτή θα είναι εφόρου ζωής, στη συνέχεια θεωρεί ότι το αίτημα της αγωγής για την καταβολή αποζημίωσης για το χρονικό διάστημα μετά τη συμπλήρωση πενταετίας από τον τραυματισμό του μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας του είναι πρόωρο, χωρίς να αναφέρει κανένα περιστατικό από το οποίο να προκύπτει η αλλαγή των όρων που συνέτρεχαν για την παραδοχή του ίδιου αιτήματος για το χρονικό διάστημα των πρώτων πέντε ετών ‘Ετσι, με τις ελλείψεις και τις ασάφειες αυτές το Εφετείο κατέστησε την απόφαση του χωρίς νόμιμη βάση, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή όχι εφαρμογή των διατάξεων που εφαρμόστηκαν. Κατά συνέπεια το εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ, που αποδίδεται με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία»

2. ΕΠΙ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΥΓΟΝΤΩΝ ΚΕΡΔΩΝ

       2.α Μελλοντικά διαφυγόντα κέρδη εκ της εργασίας, χωρίς την παρεμβολή συνταξιοδότησης  ασφαλιστικού φορέα.

          2.α.α.  Γυναίκα παθούσα από τροχαίο ατύχημα με μόνιμη αναπηρία 50% εκ των καταγμάτων στο δεξί χέρι της, καταστάσα μόνιμα ανίκανη προς εκτέλεση της εργασίας της οικιακής βοηθού που εκτελούσε πριν το ατύχημα, άνευ μορφωτικών γνώσεων. Της επιδικάσθηκε τελεσιδίκως το 2009 για ατύχημα του έτους  2004,  απώλεια εισοδήματος μέχρι την 31/7/2010 ενώ το διάστημα μέχρι το 2031, το αίτημα απορρίφθηκε ως πρόωρο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης ως εξαρτώμενο από μελλοντικές συνθήκες  που έχουν σχέση με τα οικονομικά δεδομένα. Πλην όμως, το δικαστήριο δέχθηκε την μόνιμη αναπηρία της  για το ως άνω επάγγελμα και κάθε άλλο ισοδυνάμου.  

 2.α.β.  Νεαρός 21 ετών υποστάς μόνιμη αναπηρία κατά ποσοστό  55 % από τροχαίο ατύχημα του έτους 2004 που τον καθιστά  μόνιμα  ανίκανο για το επάγγελμα του σερβιτόρου που ασκούσε πριν το ατύχημα, αλλά και για κάθε άλλου ισοδυνάμου που απαιτεί ορθοστασία και βάδιση  (παραδοχές της τελεσίδικης απόφασης). Του επιδικάσθηκε απώλεια εισοδήματος μέχρι το 2012, ενώ για το υπόλοιπο διάστημα το σχετικό κονδύλιο απορρίφθηκε ως ασκούμενο  πρόωρα, σε συνάρτηση και με τον ενδεχόμενο ρόλο άλλων παραγόντων, που δεν είναι δυνατόν να σταθμισθούν με βάση τα υπάρχοντα σήμερα δεδομένα και της δυνατότητας επαγγελματικής καταρτίσεως αυτού (ενάγοντος) μέχρι τότε για δραστηριότητες που δεν απαιτούν ορθοστασία, βάδιση ή άρση βαρών κ.λ.π.

2.α.γ. ΚΡΙΤΙΚΗ

Και στις παραπάνω περιπτώσεις  δεν υφίσταται κανένας πειστικός λόγος για την απόρριψη των σχετικών κονδυλίων ως πρόωρα ασκουμένων, αφού και παραδοχή της δια βίου ανικανότητας προς συγκεκριμένη εργασία που ασκούσε ο παθών πριν το ατύχημα ή άλλης κοινωνικά ισοδύναμης  υπάρχει στην απόφαση και επιδίκαση του αιτούμενου κονδυλίου για ορισμένο χρονικό διάστημα. Η απόφαση και στις παραπάνω περιπτώσεις είναι αναιρετέα για παράβαση του άρθρου 559 περ. 19 Κ.Πολ.Δ.          

2.β.  Μελλοντικά διαφυγόντα κέρδη εκ της εργασίας, με την παρεμβολή συνταξιοδότησης  ασφαλιστικού φορέα.

      Για ατύχημα του 2004, άνδρας με επάγγελμα εργατοτεχνίτη, κρίθηκε κατά ποσοστό 67% ανάπηρος για το ως άνω επάγγελμα, καθώς και για κάθε άλλη παρεμφερή εργασία.   Επίσης, ο ασφαλιστικός φορέας του ενάγοντος (ΙΚΑ) χορήγησε σ’ αυτόν, λόγω του ενδίκου ατυχήματος, σύνταξη συνήθους αναπηρίας από εκτός εργασίας ατύχημα από τις 9-7-2006 μέχρι 31-7-2008 με ποσοστό αναπηρίας 67%. Ο ασφαλιστικός φορέας του (ΙΚΑ) του απένειμε για το από 9-7-2006 έως 31-7-2008 χρονικό διάστημα σύνταξη συνήθους αναπηρίας από ατύχημα εκτός εργασίας, οπότε και πρέπει να επανεξεταστεί. Τελεσιδίκως του επιδικάσθηκε αποζημίωση  για τα μελλοντικά διαφυγόντα κέρδη του μέχρι την 31/7/2008 , ενώ για το λοιπό χρονικό διάστημα της αγωγής το αγωγικό κονδύλιο απορρίφθηκε ως πρόωρο διότι από 1/8/2008 και για το περαιτέρω χρονικό διάστημα δεν είχε κριθεί το ποσό που αυτός πρόκειται να εισπράξει ώστε να αφαιρεθεί αυτό κατ’ εφαρμογή του νόμου 1654/1986 άρθρο 18 από τα δικαιούμενα απ’ αυτόν χρηματικά ποσάαποζημίωσης.

 Η τελεσίδικη αυτή απόφαση επικυρώθηκε και αναιρετικά με την με αριθ. 601/2010 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Α.Π. η οποία είχε το εξής σκεπτικό:

«… Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 18 του ν. 1654/1986 σε συνδυασμό με το άρθρο 10 παρ. 5 του ν.δ. 4104/1960 και 18 του ν. 4476/1965, προκύπτει ότι εφόσον ο ασφαλισμένος στο ΙΚΑ μπορεί να αξιώσει από τρίτον αποζημίωση για ζημία που προξενήθηκε σ’ αυτόν λόγω σωματικής βλάβης ή αναπηρίας, η αξίωση αυτή από τότε που γεννιέται μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στο ΙΚΑ, στην έκταση που το τελευταίο οφείλει ασφαλιστικές παροχές στο δικαιούχο της αποζημίωσης, ώστε ο παθών δεν δικαιούται ν’ απαιτήσει σωρευτικά τόσο την αποζημίωση από τον υπόχρεο τρίτο, όσο και τις ασφαλιστικές παροχές από το ΙΚΑ στην έκταση που μεταξύ τους υπάρχει ποσοτική, ποιοτική και λειτουργική αντιστοιχία. Στην περίπτωση που ο παθών αξιώνει αποζημίωση για μέλλουσα αποθετική ζημία, συνεπεία ολικής ισόβιας ανικανότητας για εργασία, ως χρονικό ορίζοντα εκείνον του πιθανού ορίου ηλικίας μέχρι του οποίου θα επιβίωνε βιολογικά, κατά την έννοια του διαφυγόντος κέρδους που προαναφέρθηκε, το δε ΙΚΑ από την πλευρά του προσδιόρισε και καταβάλει σύνταξη αναπηρίας στον παθόντα για πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα, και με την έννοια της προσωρινότητας, στην περίπτωση αυτή, σ’ εφαρμογή και των προαναφερθέντων για την αυτοδίκαιη μεταβίβαση της αντίστοιχης αξίωσης στο ΙΚΑ, η αντίστοιχη αξίωση του παθόντος για διαφυγόντα εισοδήματα για το χρονικό διάστημα μετά την λήξη του χρόνου που εξικνείται η προσωρινά συγχρόνως σ’ αυτόν καταβαλλόμενη αναπηρική σύνταξη, εμφανίζεται να αντιστοιχεί και να καλύπτει ζημία απλά ενδεχόμενη, με την έννοια που προαναφέρθηκε, και όχι πιθανή, γιατί το ύψος της τελικά εξαρτάται από την πλήρωση ή όχι της αίρεσης υπό την οποίαν τελεί η αντίστοιχη αυτοδίκαη υποκατάσταση ή όχι του ΙΚΑ σε μέρος της, στην περίπτωση που θα συνεχίσει να καταβάλλεται και στο μέλλον η προσωρινή σύνταξη, τέτοιο δε ενδεχόμενο, που δεν καθιστά πλέον πρόωρη την αγωγή, θεωρείται, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, η οριστικοποίηση της παρεχόμενης στον παθόντα αναπηρικής σύνταξης από το ΙΚΑ.»

                                    ———————–

3. ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ:

 Τα ζητήματα που γεννιούνται από τις ως άνω αποφάσεις σχετικά με την απόρριψη των κονδυλίων ως προώρων, δηλαδή ως ανεπίδεκτων δικαστικής εκτίμησης,  είναι τα εξής:

1)      Είναι πράγματι τα σχετικά αγωγικά κονδύλια ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης – πρόωρα;

2)      Η εκτίμηση του δικαστηρίου περί προώρου και ανεπίδεκτου δικαστικής εκτίμησης συνιστά απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς κατά το  άρθρο 263 Α.Κ ή είναι  το αντίθετο και δημιουργείται  δεδικασμένο;

3)      Η παραγραφή των αγωγικών κονδυλίων που απορρίφθηκαν ως πρόωρα πότε έχει αρχίσει, πότε έχει διακοπεί, πότε συντελείται και ποια η επίδραση της απόρριψης της αγωγής ως πρόωρης στην παραγραφή της απαίτησης;

3.1.  Επί του πρώτου ερωτήματος

3.1α           Στις περιπτώσεις της μελλοντικής  ζημίας είτε με την μορφή της θετικής είτε των διαφυγόντων κερδών, στις οποίες δεν μεσολαβεί ασφαλιστικός φορέας, δεν υπάρχει ουδείς πειστικός και νόμιμος λόγος για την απόρριψη των κονδυλίων αυτών ως προώρων σύμφωνα με τα παραπάνω.

Με βάση τα όσα προεξετέθησαν, αρκεί η πιθανολόγηση της ζημίας  με βάση αντικειμενικά κριτήρια του μέσου ανθρώπου, λαμβανομένων υπόψη και των τυχόν προπαρασκευαστικών μέτρων.

Μάλιστα για την επιδίκαση αγωγικού κονδυλίου μελλοντικής απώλειας εισοδήματος  δεν είναι αναγκαίος όρος ο παθών να εργάζεται πριν το ατύχημα. Έτσι, εάν ο παθών είναι ανήλικος,  δεν απαιτείται για την επιδίκαση σ’ αυτόν αποζημίωσης  λόγω διαφυγόντων κερδών στο μέλλον λόγω μερικής η ολικής ανικανότητάς του προς εργασία να συντρέχουν οι όροι της παροχής εργασίας κατά τον χρόνο που αυτός υπέστη την εξ αδικοπραξίας βλάβη της υγείας του, αλλά μπορεί να του επιδικασθεί ως μελλοντική ζημία  εκείνη  για την οποία υπάρχει η πρόβλεψη ότι θα προκύψει από το χρόνο εκείνο  κατά τον οποίο ηηλικία του – λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών περιστάσεων – θα του επέτρεπε, εάν δεν μεσολαβούσε η σωματική βλάβη του, να αποκομίσει εισόδημα. Α.Π.  1232/2008 Α1 Τμήμα.

                   Τα αυτά κρίθηκαν και με τις  υπ’ αριθ. 549/2002 ΑΠ (ΕΣυγκΔ 2003 σελ 33) που αφορά αποθετική ζημιά μέλλουσα στρατιώτη, για επάγγελμα που δεν μπορεί να ασκήσει στο μέλλον εφ’ όρου ζωής του και την 122/2006 ΑΠ που αφορά ΑΠΟΘΕΤΙΚΗ ΖΗΜΙΑ ΜΕΛΛΟΥΣΑΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΗΣ ΝΟΣΟΚΟΜΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΑΣΚΟΥΣΕ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.

                   Πολλές φορές στην αγωγή χρησιμοποιούμε τον «μέσο όρο ζωής» ενός ανθρώπου σύμφωνα με τους στατιστικούς πίνακες, προκειμένου να προσδιορίσουμε τον χρονικό ορίζοντα λήξης της καταβολής των περιοδικών παροχών (είτε επί θετικής  είτε επί αποθετικής μελλοντικής ζημίας)  ο οποίος  είναι π.χ. το 70ο  έτος για τους άνδρες και το 75ο έτος για τις γυναίκες. Με τον τρόπο αυτό όμως υπάρχει ο κίνδυνος ο παθών που τυχόν επιζήσει άλλα δέκα χρόνια  να στερηθεί είτε εισοδήματα είτε θεραπαινίδα που έχει ανάγκη για όλη την ζωή του εξ αιτίας του τροχαίου ατυχήματος.

                             Στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγουν και οι αποφάσεις των δικαστηρίων ουσίας που επιδικάζουν μελλοντικές ζημίες μέχρι τον μέσο όρο ζωής του παθόντος σύμφωνα με τους στατιστικούς πίνακες και απορρίπτουν για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα. Έτσι με την υπ’ αριθ. 1608/2007 απόφαση του Α.Π, κρίθηκε ότι η δικαστικά επιδικαζόμενη σε μηνιαίες δόσεις αποζημίωση για ολική μόνιμη ανικανότητα προς εργασία οφείλεται εφ’ όρου ζωής του παθόντος και όχι για χρονικό διάστημα με βάση τους στατιστικούς πίνακες. Και τούτο διότι η αποζημίωση κατά τα άρθρα 297, 298, 929 και 930 Α.Κ  αφορά όλο το διάστημα κατά το οποίο θα εξακολουθούν οι επιζήμιες συνέπειες  του ατυχήματος , εφ όσον ο παθών είναι εν ζωή (Α.Π 1608/2007)

    Χρήσιμο είναι κατά την γνώμη για όλες τις περιπτώσεις μελλοντικής, εφ’ όρου ζωής,  απώλειας εισοδήματος του παθόντος να περιλαμβάνει η αγωγή επικουρική βάση με την έννοια ότι η απώλεια εισοδήματος του παθόντος θα επερχόταν από το επάγγελμα που ασκούσε πριν το ατύχημα, άλλως από το επάγγελμα του ανειδίκευτου εργάτη, το οποίο οπωσδήποτε  κάποιος θα ασκούσε προκειμένου να ζήσει.

3.1.β.             Τι συμβαίνει όμως, στην περίπτωση όπου πράγματι μεσολαβεί  ασφαλιστικός φορέας,  ο οποίος χορηγεί σύνταξη αναπηρίας για ένα χρονικό διάστημα (μία διετία) και δεν έχει εκδώσει διοικητική απόφαση σύνταξης οριστικής αναπηρίας, τότε υπάρχει ζημία του παθόντος  η οποία πρέπει να επιδικασθεί  χωρίς την αναμονή έκδοσης απόφασης από τον ασφαλιστικό φορέα;

Το πρακτικό θέμα της αποζημίωσης του παθόντος στην περίπτωση αυτή είναι ότι  ΜΙΑ ΔΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΤΑΙ   ΣΕ 5 ΕΤΗ, ότι μέχρι τότε είναι αδύνατο σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία του ΙΚΑ να εκδοθεί  για αόριστο χρόνο οριστική σύνταξη αναπηρίας, αφού, σύμφωνα με τον κανονισμό του, το ΙΚΑ  χορηγεί σύνταξη αναπηρίας για μία διετία καταρχήν, για δεύτερη στην συνέχεια και  εν τέλει για αόριστη διάρκεια.  Ήτοι ο χρόνος απονομής τέτοιας οριστικής σύνταξης είναι πάνω από 6 έτη, χρόνος όμως στον οποίο θα έχει επέλθει η παραγραφή των αξιώσεων  τόσο του παθόντος όσο και του ΙΚΑ ως προς τον υπόχρεο προς αποζημίωση.

Και τούτο διότι κατά την επικρατούσα θέση η παραγραφή της αξίωσης του παθόντος αρχίζει από την τέλεση του ζημιογόνου γεγονότος και την επέλευση της ζημίας στον παθόντα για όλες τις προβλεπτές στο χρόνο αυτό αξιώσεις του, ασχέτως εάν αυτές μπορούν να προσδιορισθούν  ποσοτικά, ενώ ταυτόχρονα σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις του ΙΚΑ  (αλλά και των λοιπών ασφαλιστικών φορέων), το ΙΚΑ υποκαθιστάμενο στις αξιώσεις του παθόντος  από το τροχαίο ατύχημα έναντι του υποχρέου, σε όσες υπάρχει ποιοτική και χρονική αναλογία, ασκεί εν τέλει την αξίωση του παθόντος κατά του υποχρέου με αποτέλεσμα και ως προς το ΙΚΑ να αρχίζει η πενταετής παραγραφή των αξιώσεων από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, ασχέτως εάν το ΙΚΑ έχει προσδιορίσει ποσοτικά και ποιοτικά τις παροχές που θα καταβάλλει στον παθόντα  Α.Π 738/2003.

Η πιο πάνω άποψη της απόφασης του Αρείου Πάγου, προκειμένου να επικυρώσει την απόφαση του Εφετείου, ακολούθησε την συλλογιστική ότι επί αυτοδικαίας υποκατάστασεως του συνταξιοδοτικού φορέα η ζημία του παθόντος ως προς τα διαφυγόντα κέρδη όχι μόνο δεν είναι ορισμένη αλλά ότι είναι και ενδεχόμενη, αφού εν τέλει ερμηνεύοντάς την το μηνιαίο μέγεθος της απώλειας διαφυγόντων κερδών  δεν δύναται να προσδιορισθεί από τούδε  και για το μέλλον.

Σύμφωνα όμως με το 929 του Α.Κ και το άρθρο 298 Α.Κ, όπως πιο πάνω αναπτύχθηκαν, η ζημία του παθόντος για την ικανοποίηση της οποίας απαιτείται πιθανολόγηση και όχι βεβαιότητα  και ορισμένη είναι και έχει πιθανολογηθεί. Γι’  αυτό και άλλωστε  i) επιδικάσθηκε για  το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα για το οποίο έχει εκδοθεί απόφαση από το ΙΚΑ ii)  μπορεί να προσδιορισθεί σε μηνιαίες περιοδικές παροχές για το μέλλον.

Το γεγονός ότι  ένας δημόσιος  ασφαλιστικός φορέας  ακολουθεί διαδικασίες, κανονισμούς  τόσο πολύπλοκους, γραφειοκρατικούς και ανοργάνωτους, δεν πρέπει να αποβαίνει σε βάρος του παθόντος, χωρίς ταυτόχρονα,  όμως, να εμποδίζεται η υποκατάσταση του ασφαλιστικού φορέα.

Και τούτο διότι ουσιαστικά στην πρώτη δικαστική προσπάθεια του παθόντος που ουσιαστικά διαρκεί μία πενταετία, στις πλείστες των περιπτώσεων έχει εκδοθεί μία απόφαση του ασφαλιστικού φορέα. Μέχρι δε την λήψη της πενιχρής αποζημίωσης του ο παθών από τα δικαστήρια, έχει υποβληθεί σε έξοδα και καταστάσεις που α) η αποζημίωση που λαμβάνει καλύπτει αυτές τις ανάγκες  β) δεν αντέχει να περιμένει δικαστικώς  για μία ακόμη τετραετία, πενταετία για την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω διαφυγόντων κερδών ανά διετία σύμφωνα με τις «ορέξεις» του ασφαλιστικού φορέα, ούτε μπορεί να καταβάλλει συνεχώς δικαστικά ένσημα για να διακόπτει τις παραγραφές.

Ο ασφαλιστικός φορέας  (ΙΚΑ) προκειμένου καταρχήν να χορηγήσει καταρχήν επιδόματα ασθενείας στον παθόντα, λαμβάνει από τον παθόντα εγγράφως μεταξύ άλλων και  δελτίο τροχαίο ατυχήματος  από το οποίο προκύπτουν οι υπόχρεοι προς αποζημίωση . Ουδείς εμποδίζει τον ασφαλιστικό φορέα να ασκήσει τα δικαιώματά του.

Προς αποφυγή, λοιπόν,  όλων των παραπάνω πρέπει να επιδικάζεται η μηνιαία περιοδική παροχή των διαφυγόντων κερδών στον παθόντα , ακόμα και όταν  ο ασφαλιστικός φορέας δεν έχει ακόμη εκδώσει απόφαση οριστικής και αορίστου διάρκειας σύνταξης.

Η καταβολή των παροχών αυτών  εφόσον γίνεται κατά μήνα δεν γεννά οιοδήποτε  ουσιαστικό θέμα απαλλοτρίωσης των αξιώσεων του ασφαλιστικού φορέα  έναντι του υποχρέου προς αποζημίωση. Και τούτο επέρχεται μέσα από την λειτουργία της 334 ΚΠΟΛΔ μεταρρυθμιστικής αγωγής, η οποία μπορεί ν’ ασκηθεί  για κάθε ουσιώδη μεταβολή των συνθηκών που επήλθαν μετά την τελεσιδικία της απόφασης, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η έκδοση  απόφασης σύνταξης του ασφαλιστικού φορέα.

Μάλιστα για το κατεπείγον της υπόθεσης διατάσσονται καιασφαλιστικά μέτρα με το 728 παρ 2 και 729 παρ 5 Κ.Πολ.Δ, με τα οποία μπορεί να διακοπεί ή και μειωθεί προσωρινά η μηνιαία περιοδική παροχή. (ΚΡΗΤΙΚΟΣ παρ. 37 επ.) .

          Προς επίρρωση των παραπάνω και με βάση την θέση της νομολογίας περί αυτοδίκαιης υποκατάστασης του ΙΚΑ και των λοιπών ασφαλιστικών φορέων (πλην του Δημοσίου) στις αξιώσεις του παθόντος από την ημεροχρονολογία του ατυχήματος και εφ’ όσον το ΙΚΑ υποχρεούται να καταβάλλει παροχές και σύνταξη αναπηρίας ή σύνταξη στην χήρα και στα τέκνα λόγω θανάτου  τίθενται τα εξής ερωτήματα :

1) Υπάρχει ή όχι εύλογος χρόνος στον οποίο πρέπει ν’ αναμένεται η χορήγηση σύνταξης αναπηρίας η σύνταξης λόγω θανάτου  είτε προσωρινής  είτε οριστικής διάρκειας;

2)  Ποια η θέση της νομολογίας, όταν  π.χ. στην σημερινή εποχή ο ασφαλιστικός φορέας, παρόλο που είναι υποχρεωμένος προς καταβολή παροχών, δεν εκδίδει τις διαπιστωτικές πράξεις του ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΟΥ.

3) Ποια η θέση της Νομολογίας  όταν ο ασφαλιστικός φορέας παρά το γεγονός ότι έχει εκδώσει αποφάσεις περί σύνταξης είτε προσωρινές είτε αόριστες,   δεν τις καταβάλλει  λόγω  έλλειψης χρημάτων ;

4) Ποια η θέση της νομολογίας  όταν κατόπιν αποφάσεως  του δικαστηρίου διατάσσεται η προσκόμιση από τον ενάγοντα βεβαίωσης του ασφαλιστικού φορέα τι θα καλύψει για όλα τα χρόνια της ζωής του ενάγοντος όταν είναι μάλιστα γνωστό  πώς πχ το ΙΚΑ  δεν μπορεί ποτέ να χορηγήσει τέτοιες βεβαιώσεις, την στιγμή που απαιτούνται, με βάση τα παραπάνω, 4-5 χρόνια τουλάχιστον για την χορήγηση σύνταξης αόριστης διάρκειας.

            Για όλες τις παραπάνω περιπτώσεις πρέπει να γίνει δεκτό νομολογιακά ότι και στις περιπτώσεις του συνταξοδιοτικού φορέα, η αυτοδίκαιη μεταβίβαση της απαίτησης του παθόντος στον ασφαλιστικό φορέα (εφ’ όσον υπάρχει ποιοτική και ποσοτική αναλογία) τελεί υπό την διαλυτική αίρεση  ότι  ο ασφαλιστικός φορέας α) έχει προσδιορίσει  τα χρηματικά ποσά που οφείλει στον παθόντα και β) ότι τα έχει καταβάλλει σ αυτόν, προκειμένου να μην επιδικάζονται τα αντίστοιχα ποσά σ τον παθόντα που αφορούν μελλοντικές ζημίες. Μάλιστα υπάρχουν πλείστες αποφάσεις για θετικές μελλοντικές ζημίες, όπως π.χ.  για την ενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων σε ιδιωτικά νοσοκομεία,   οι οποίες δέχονται ότι εφ’ όσον ο παθών κατά το απόλυτο δικαίωμά του στην ελεύθερη επιλογή ιατρού διαλέγει τελικά να χειρουργηθεί ιδωτικά χωρίς την μεσολάβηση ασφαλιστικού φορέα, τότε αφενός μεν δεν υπάρχει υποκατάσταση του ασφαλιστικού φορέα και ότι σε κάθε περίπτωση τεκμαίρεται σιωπηρή παραίτηση του παθόντος από όποιες τυχόν καλύψεις θα τύγχανε από τον ασφαλιστικό φορέα.

Με τον τρόπο αυτό έχει ξεπερασθεί στις περιπτώσεις αυτές η ένσταση ενεργητικής νομιμοποίησης που προβάλλεται.

Αναλογικά επομένως, πρέπει να εφαρμοσθεί η παραπάνω λύση και για τυχόν εφ όρου ζωής ζητούμενα μελλοντικά διαφυγόντα εισοδήματα εκ της εργασίας ή από διατροφή.              

Π.χ.  εφόσον κατά την συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό  υπάρχει σύνταξη αναπηρίας  που έχει λήξει και δεν έχει ανανεωθεί, τότε με την προσκόμιση βεβαίωσης από τον ασφαλιστικό φορέα ότι δεν έχει εκδοθεί νέα συνταξιοδοτική πράξη επιδικάζονται τα διαφυγόντα κέρδη με την μορφή  περιοδικών παροχών. Με την τυχόν έκδοση απόφασης του φορέα, εάν η υπόθεση είναι στον δεύτερο βαθμό γίνεται αντίστοιχη περικοπή. Εάν δε είναι τελεσίδικη η απόφαση, ακολουθείται η διαδικασία της μεταρρύθμισης της απόφασης.

Ένας άλλος τρόπος που υπεδείχθη νομολογιακά από το Εφετείο Αθηνών είναι ότι για τον χρόνο που επιδικάζονται τα διαφυγόντα κέρδη αντίστοιχα θα περικόπτονται κατά το τεκμαιρόμενο ποσό που θα λάβει ο παθών από τον ασφαλιστικό φορέα.

Δηλαδή, έστω ότι έχουμε απόφαση του ασφαλιστικού φορέα περί συνταξιοδότησης για 2 έτη, με ποσό 300 ευρώ μηνιαίως και για χρονικό διάστημα από 2010 μέχρι 2012 και βρισκόμαστε στον β΄ βαθμό.

Η απόφαση διαγιγνώσκει ζημία 600 ευρώ μηνιαίως. Με την αγωγή ζητείται απώλεια εισοδήματος μέχρι το 2020.  Η απόφαση δέχεται ότι ο παθών θα λαμβάνει σύνταξη από τον ασφαλιστικό φορέα τουλάχιστον 300 ευρώ μηνιαίως μέχρι το 2020 και αφαιρεί το μηνιαίο αυτό ποσό επιδικάζοντας το υπόλοιπο μηνιαίως μέχρι το 2020.

Στην περίπτωση ουσιώδους  μεταβολής των γεγονότων, από αυτά που έλαβε υπόψη του ο β΄ βαθμός  κατά την έκδοση της απόφασης, ακολουθείται η διαδικασία της μεταρρύθμισης της απόφασης.

3.2         Η έννοια «πρόωρο»  δημιούργησε  θέματα ερμηνείας της καθότι δεν απαντάται σε κανένα, εξ όσων γνωρίζω, κείμενο Νόμου.

 Με τις υπ’ αριθ.  122/2006, 2076/2006, 377/2009 αποφάσεις του Αρείου Πάγου,  κρίθηκε ότι η απόρριψη της αγωγής ως πρόωρης και ανεπίδεκτης δικαστικής εκτίμησης για τον παραπάνω λόγο δεν αποτελεί τομή, δηλαδή δεν γίνεται ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς ούτε και παράγεται δεδικασμένο.

(Αντίθετη είναι  η υπ’  αριθ.  39/2007 απόφαση του ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ η οποία δεν ταύτισε την απόρριψη της αγωγής ως προώρου με την έννοια του 263 Α.Κ, δηλαδή για λόγους τυπικούς).

3.3         Η υπ’ αριθμ 377/2009 απόφαση του ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ, αναφέρει ότι η παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής που απορρίφθηκε ως πρόωρα ασκούμενης θεωρείται ως μηδέποτε διακοπείσα εάν δεν ασκηθεί εκ νέου η αγωγή εντός εξαμήνου από την τυπική απορριψή της (πρόωρο) .

Η θέση αυτή της νομολογίας είναι συνεπής σε σχέση με την παραδοχή της ότι η παραγραφή των προβλεπτών ζημιών του παθόντος είναι ενιαία, αρχίζει από την ημέρα επέλευσης του συμβάντος ασχέτως εάν οι επί μέρους αξιώσεις του παθόντος μπορούν να είναι δικαστικά επιδιώξιμες με την έννοια της συγκεκριμενοποίησής τους κατά είδος και κατά ποσό.

Η θέση όμως της νομολογίας δημιουργεί αδικίες, αφού δεν είναι λογικό και δίκαιο να απορρίπτεται η αγωγή ως ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης γιατί δεν μπορεί κατά τον συγκεκριμένο χρόνο να προσδιορισθεί η ακριβής μελλοντική ζημία του παθόντος, λόγω μη οριστικοποιήσεως της απαίτησης έναντι  του ασφαλιστικού φορέα και ταυτόχρονα να υπάγεται στο άρθρο 263 Α.Κ αυτή η απόρριψη ότι τάχα είναι για λόγους τυπικούς, έτσι ώστε να απαιτείται εκ νέου έγερση νέας αγωγής εντός  6 μηνών για να θεωρηθεί η παραγραφή διακοπείσα στον χρόνο έγερση της πρώτης αγωγής.

Αντίθετα  εάν ακολουθηθεί το σκεπτικό των αποφάσεων αυτών που απορρίπτουν το αγωγικό κονδύλιο ως ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι αφού το ΔΙΚΑΖΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  δεν  μπορεί να τάμει την διαφορά, αυτή τότε δεν είναι προβλεπτή και δικαστικά επιδιώξιμη αφού δεν μπορεί να ορισθεί ποσοτικά.

Πρακτικό παράδειγμα δυσκολίας των ως άνω παραδοχών είναι το εξής:

Aνάπηρη γυναίκα ζητά μελλοντική απώλεια εισοδήματος για χρονικό διάστημα από το 2005 μέχρι το 2032. Εκδίδεται απόφαση τελεσίδικη τον Ιούνιο του  2009, η  οποία επιδικάζει μηνιαίες περιοδικές παροχές  ως μελλοντική  ζημία μέχρι το 2012 ενώ απορρίπτει το λοιπό αγωγικό κονδύλιο ως πρόωρο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης   είτε διότι  μπορεί να υπάρξουν αβέβαιες οικονομικές συνθήκες, είτε διότι η επιστήμη προοδεύει και μπορεί να αποκατασταθεί η αναπηρία της.

Η  ως άνω παθούσα ασκεί εντός εξαμήνου νέα αγωγή, ως είναι υποχρεωμένη,  και λαμβάνει δικάσιμο τον Ιούνιο του 2010  και εάν αναβληθεί, η υπόθεση  λαμβάνει νέα δικάσιμο τον Ιανουάριο του 2011.  Κατά την δικάσιμο αυτή  ερωτάται τι θα έχει αλλάξει από την τελεσίδικη παραδοχή της πρώτης αγωγής ότι έχει ασκηθεί πρόωρα έτσι  ώστε το δικαστήριο να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας επί της νέας αγωγής. Απολύτως τίποτα.  Η παθούσα θα καταβάλλει δικαστικό ένσημο, θα υποβληθεί σε έξοδα , έτσι ώστε στην συνέχεια να ασκήσει και τρίτη αγωγή,   ώστε να καταληφθεί χρόνος από το 2012 και εφεξής. Επομένως, όλη την ζωή της η παθούσα θα είναι στα δικαστήρια, για την ικανοποίηση των αξιώσεών της.

Η απόρριψη της αγωγής ως πρόωρης δεν στηρίζεται στο Νόμο  ούτε και  υπάγεται στο άρθρο 263 Α.Κ   Και τούτο διότι στην έννοια της απόρριψης της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς κατά το άρθρο 263 Α.Κ. σύμφωνα με την θεωρία υπάγεται η απόρριψη της αγωγής τυπικώς για λόγους δικονομικούς, που συνεπάγουν ακυρότητα η απαράδεκτό της αγωγήςΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΣΕΛΊΔΑ 485 και Α.Π 576/1948 ΕΕΝ 16, ΑΠ 80 /1955 ΝοΒ 3,385, όπως από έλλειψη αναγκαίων προϋποθέσεων της δίκης, απαράδεκτο του τύπου της διαδικασίας, έλλειψη ικανότητος για παράσταση, αναρμοδιότητα κλπ ( ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗΣ ΕΡΜΑΚ άρθρο 263 Α.Κ) .

Η απόρριψη της αγωγής ως προώρου δεν συναντάται σε κανένα νομοθετικό κείμενο. Ούτε μπορεί να αντληθεί εξ αντιδιαστολής επιχείρημα από την διάταξη του άρθρου 69 Κ.Πολ.Δ. περ. ε΄  που επιτρέπει την πρόωρη έγερση της αγωγής  όταν  το δικαίωμα εξαρτάται από την πλήρωση αίρεσης η την επέλευση γεγονότος. Και τούτο διότι:

Α)     όταν το άρθρο 269 Κ.Πολ.Δ. αναφέρεται σε πλήρωση αίρεσης η επέλευση γεγονότος πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον νομικό δικαίωμα προσδοκίας για την πλήρωση της αίρεσης, το δε γεγονός να προβλέπεται και να πιθανολογείται ως σφόδρα πιθανό κατά την άσκηση της αγωγής, θα πρέπει δε αμφότερα να πληρωθούν  το αργότερο κατά την έκδοση της απόφασης, όπως πχ στην περίπτωση που ασκείται αγωγή από την ασφαλιστική εταιρεία κατά του ασφαλισμένου της που τελεί σε κατάσταση μέθης για την περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι αυτός από υπαιτιότητά του και σε αιτιώδη συνάφεια με την μέθη του επέφερε το βλαπτικό αποτέλεσμα

Β)      στις μεν περιπτώσεις απόρριψης της αγωγής ως πρόωρης  λόγω  αστάθμητων οικονομικών παραγόντων στο μέλλον, της τυχόν αλλαγής του βιοτικού επιπέδου της ζωής, την πρόοδο  της επιστήμης,  τα επικαλούμενα από τις αποφάσεις αυτά μελλοντικά γεγονότα είναι ΠΛΗΡΩΣ ΥΠΟΘΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΣ ΑΒΕΒΑΙΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΠΡΟΣΔΩΚΟΜΕΝΑ έτσι ώστε να αντληθεί εξ αντιδιαστολής επιχείρημα από την διάταξη του άρθρου 69Κ.Πολ.Δ.

Γ)     στις μεν περιπτώσεις απόρριψης της αγωγής ως πρόωρης λόγω ενδεχόμενης ζημίας συνισταμένης  στην μη έκδοση απόφασης  σύνταξης από τον ασφαλιστικό φορέα, το δικαίωμα που εξαρτάται από την πλήρωση της αίρεσης  i) δεν αφορά το δικαίωμα του παθόντος αφού αυτό είναι εξ αρχής  ορισμένο και δικαστικά επιδιώξιμο,  ii) το δικαίωμα του ασφαλιστικού φορέα (ΙΚΑ), που είναι το δικαίωμα υποκατάστασής του στις αξιώσεις του παθόντος, έχει ήδη σχηματισθεί  από την χρόνο της ζημίας, όπου αρχίζει η παραγραφή της αξίωσης, και δεν εξαρτάται από καμμία πλήρωση αιρέσεως, όπως π.χ. είναι η απόφαση του Διοικητού του ΙΚΑ. Αυτό συνέβαινε μέχρι την θέσπιση του  άρθρου 18 του ν. 1654/1986.

                  Με τις παραπάνω σκέψεις ,πρέπει ν αποκατασταθεί στην σωστή νομική της βάση η αξίωση του παθόντος για τις μελλοντικές ζημίες του, ώστε να μην απορρίπτονται ως πρόωρα τα αγωγικά κονδύλια.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΛΕΤΤΗΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΑΘΗΝΩΝ

.