facebook
Αρχική Αρθρα - Απόψεις Άρθρα-Απόψεις : Α) Δέσμευση πολιτικών δικαστηρίων από αθωωτική ποινική απόφαση – Β) Περιεχόμενο κλητηρίου θεσπίσματος και αιτιολογίες ποινικής απόφασης

Άρθρα-Απόψεις : Α) Δέσμευση πολιτικών δικαστηρίων από αθωωτική ποινική απόφαση – Β) Περιεχόμενο κλητηρίου θεσπίσματος και αιτιολογίες ποινικής απόφασης

AAA ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ

Άρθρα-Απόψεις

Ζητήματα ποινικής διαδικασίας επί τροχαίων ατυχημάτων

α) δέσμευση πολιτικών δικαστηρίων

από αθωωτική ποινική απόφαση

β) περιεχόμενο κλητηρίου θεσπίσματος

και αιτιολογίες ποινικής απόφασης

Χαράλαμπος Σεβαστίδης

Πρόεδρος Πρωτοδικών, Εκπρόσωπος Τύπου

Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

 (Το παρών άρθρο αποτέλεσε Εισήγηση στο Πανελλήνιο Συνέδριο της Επιθεώρησης Συγκοινωνιακού Δικαίου                                                                                                       «ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΕΜΠΕΛΚΟΜΕΝΩΝ»,                                                                                                                                                 υπό την αιγίδα και συνδιοργάνωση της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και του Δικηγορικού Συλλόγου Ροδόπης 20-21 Σεπτεμβρίου 2019)

ΜΕΡΟΣ Α΄: Δέσμευση πολιτικών δικαστηρίων από αθωωτική ποινική απόφαση.

 

            Α.- Οριοθέτηση του προβλήματος.

            Το τεκμήριο αθωότητας[1] αποτελεί αναμφίβολα συστατικό στοιχείο της δίκαιης δίκης και για το λόγο αυτό η σχετική ρύθμιση έχει ενταχθεί στο άρθρο 6 ΕΣΔΑ[2]. Η παραδοσιακή αντίληψη θεωρεί το τεκμήριο αθωότητας ως μία πρόσθετη δικονομική εγγύηση υπέρ του κατηγορουμένου στα πλαίσια της ποινικής δίκης. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ με σειρά αποφάσεών του έχει επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και εκτός ποινικής διαδικασίας και μάλιστα ακόμα και μετά το αμετάκλητο πέρας αυτής, θεωρώντας ότι με το τεκμήριο αθωότητας κατοχυρώνεται παράλληλα και ο σεβασμός της τιμής και της αξιοπρέπειας του προσώπου που κρίθηκε τελειωτικά αθώο. Έτσι, δέχεται ότι κάθε μεταγενέστερη δικαστική απόφαση δεν επιτρέπεται να θέτει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου που αθώωσε τον κατηγορούμενο.

            Η διασταλτική αυτή ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ και μάλιστα σε αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος ήταν αναμενόμενο να επηρεάσει τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Από το 2011 ο Άρειος Πάγος ασχολήθηκε αρκετές φορές με το ζήτημα της επίδρασης μιας αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής απόφασης στην πολιτική δίκη, όταν στα πλαίσια της τελευταίας οι αξιώσεις του ενάγοντος σχετίζονται με το ίδιο βιοτικό συμβάν που κρίθηκε αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο. Η νομολογία του Αρείου Πάγου διχάστηκε και τελικά το ζήτημα παραπέμφθηκε αρχικά στην Τακτική Ολομέλειά του και ακολούθως (με την 8/2019 Απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου) στην Πλήρη Ολομέλειά του και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης.

            Το ζήτημα της δεσμευτικότητας της ποινικής αθωωτικής απόφασης προϋποθέτει κατανόηση της φύσης και λειτουργίας του τεκμηρίου αθωότητας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και προσεκτική προσέγγιση και ερμηνεία της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ, που αυθεντικά ερμηνεύει την ΕΣΔΑ και με αυτά τα ζητήματα θα ασχοληθούμε στις επόμενες ενότητες.

AAA ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ

            Β.- Το κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας και η αντιμετώπισή του από το ΕΔΔΑ.

            1) Έννοια, φύση και λειτουργία του τεκμηρίου αθωότητας- Η παραδοσιακή του λειτουργία και η διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ.

            Το άρθρο 6 ΕΣΔΑ καθιερώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, που λειτουργεί τόσο στα πλαίσια της πολιτικής όσο και της ποινικής δίκης, διασφαλίζοντας ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας των διαδίκων. Με στόχο την έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία των διαδίκων και ταυτόχρονα την έκδοση μιας δίκαιης-ορθής απόφασης η διάταξη αυτή θέτει ορισμένες προϋποθέσεις και διαδικαστικές-δικονομικές εγγυήσεις, π.χ. δημοσιότητα δίκης, εκδίκαση της υπόθεσης σε εύλογο χρόνο, ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου.

Παράλληλα, οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 6 ΕΣΔΑ προβλέπουν στα πλαίσια της ποινικής δίκης πρόσθετες εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου, λόγω της δυσχερούς θέσης του και της ανάγκης για αυξημένη προστασία της ελευθερίας του ατόμου και για σεβασμό της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητάς του. Μία από αυτές είναι και η καθιέρωση στην παρ. 2 του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, που λειτουργεί αυτόνομα[3] και έχει σκοπό να εγγυηθεί υπέρ του κατηγορουμένου ότι μέχρι την τελειωτική κρίση[4] του ποινικού δικαστηρίου ο κατηγορούμενος θα αντιμετωπίζεται ως αθώος και παράλληλα ότι η ποινική δίκη θα διεξάγεται υπό τέτοιες συνθήκες που θα διασφαλίζουν ότι δεν θα υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού των δικαστών από δημόσιες δηλώσεις ή τοποθετήσεις κυρίως δημοσίων λειτουργών ούτε θα ασκείται (άμεσα ή έμμεσα) πίεση σ’ αυτούς για την έκδοση συγκεκριμένης απόφασης σε βάρος του κατηγορουμένου [5].

Παρά το φαινομενικά σαφές περιεχόμενο του τεκμηρίου αθωότητας κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ με σειρά αποφάσεών του παγιώνει τη νομολογία του προς την κατεύθυνση μιας διασταλτικής ερμηνείας της διάταξης αυτής και συνεπώς μιας διευρυμένης λειτουργίας του τεκμηρίου αθωότητας. Συγκεκριμένα, δέχεται ότι το τεκμήριο αθωότητας πέρα από την παραδοσιακή διαδικαστική-δικονομική εγγύηση που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα τον σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου[6]. Αποτέλεσμα της συλλογιστικής αυτής του ΕΔΔΑ είναι να θεωρείται ως απαγορευμένη (και) κάθε μεταγενέστερη της αμετάκλητης αθώωσης του κατηγορουμένου δικαστική κρίση που θέτει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθώωσής του.

Το ακριβές νόημα των νομολογιακών αυτών παραδοχών του ΕΔΔΑ και αν από αυτές μπορεί να συναχθεί δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση θα αναλυθεί στην αμέσως επόμενη ενότητα[7]. Εκείνο, πάντως, που γίνεται σαφές από τη μελέτη της σχετικής νομολογίας είναι ότι το ΕΔΔΑ επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και οφείλει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλ. και από κάθε άλλο δικαστήριο είτε ποινικό είτε πολιτικό[8].

2) Μια πρώτη κριτική προσέγγιση της νομολογίας του ΕΔΔΑ.

Πριν τοποθετηθούμε απέναντι στη διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ είναι αναγκαία μία πρώτη διευκρίνιση: η κριτική που ασκείται δεν γίνεται με σκοπό να αμφισβητηθεί η κατά τρόπο αυθεντικό ερμηνεία της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ και άρα η δεσμευτικότητα της νομολογίας του, αλλά κυρίως για να αποτελέσει τη βάση για την επεξεργασία και καλύτερη κατανόηση των θέσεων του ΕΔΔΑ και ακολούθως για να διαπιστωθεί η ορθή ή μη προσαρμογή των ελληνικών δικαστηρίων στη νομολογία αυτή και να εντοπιστούν τυχόν παρανοήσεις.

Στην προσπάθειά του να παράσχει μία πιο ουσιαστική, αποτελεσματική και ολοκληρωμένη προστασία του κατηγορουμένου, ιδίως μετά την έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης από το ποινικό δικαστήριο, το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει στην παρ. 2 του άρθρου 6 ΕΣΔΑ και μία επιπλέον λειτουργία από εκείνη που παραδοσιακά γινόταν δεκτό ότι επιτελεί: την κατοχύρωση και τον σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου.

Κάθε ερμηνευτική προσέγγιση των νομικών κειμένων, που συμβάλλει στην προστασία της προσωπικότητας των πολιτών, κινείται αναμφίβολα στην ορθή κατεύθυνση και είναι ευπρόσδεκτη[9] υπό τις εξής, όμως, προϋποθέσεις: η διασταλτική αυτή ερμηνεία πρέπει να κινείται μέσα σε ένα σαφές και σταθερό πλαίσιο, που καθορίζει τις προϋποθέσεις και την έκταση της προστασίας και παράλληλα να λειτουργεί αρμονικά και να συνεργάζεται αποτελεσματικά με τους υπόλοιπους θεσμούς, ώστε να μην ακυρώνονται άλλες λειτουργίες της πολιτείας και ιδίως οι άλλες δικαιοδοσίες (διοικητική και πολιτική).

Όπως αναλύθηκε και πιο πάνω ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ είναι καταρχήν και κύρια η διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της ποινικής δίκης. Συνεπώς, οποιαδήποτε μεταγενέστερη της αμετάκλητης αθώωσης προσβολή της προσωπικότητας του κατηγορουμένου δεν φαίνεται να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης αυτής. Ωστόσο, με βάση τη σημαντική συμβολή της νομολογίας του ΕΔΔΑ μπορεί να δεχθεί κανείς ότι και μετά το αμετάκλητο πέρας της ποινικής διαδικασίας μπορεί να προσβληθεί το τεκμήριο[10] αθωότητας, όταν αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου, δηλ. όταν επιχειρείται ουσιαστικά να αποδυναμωθεί το αθωωτικό αποτέλεσμα και οι πραγματικές συνέπειες της ίδιας της αθωωτικής ποινικής απόφασης. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι δικαστήρια άλλης δικαιοδοσίας δεν μπορούν να εκτιμήσουν διαφορετικά τα ίδια πραγματικά περιστατικά και να καταλήξουν στο εντελώς αντίθετο συμπέρασμα· σημαίνει, όμως, ότι κάθε άλλη αρχή, δικαστική ή μη, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει απ’ αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του κατηγορουμένου[11]. Εκείνο που πρέπει να είναι δεδομένο για κάθε δημόσια αρχή και κάθε δικαστήριο άλλης δικαιοδοσίας είναι ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο κρίθηκε αθώο για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος και συνεπώς ακόμα και αν υποχρεωθεί από δικαστήρια άλλης δικαιοδοσίας σε καταβολή αποζημίωσης για την ίδια πράξη, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εμφανίζεται ως ένοχος ποινικού αδικήματος.

Γ.- Ανάλυση και ερμηνεία της νομολογίας του ΕΔΔΑ σχετικά με τη δεσμευτικότητα των αθωωτικών ποινικών αποφάσεων.

AAA ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ

1) Αναλυτική παρουσίαση της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ.

Για την κατανόηση της νομολογίας του ΕΔΔΑ σχετικά με την επίδραση της αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης στην πολιτική δίκη και το σημαντικό ρόλο που αναγνωρίζει το ΕΔΔΑ στο τεκμήριο αθωότητας για την προστασία της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, κρίνεται απαραίτητη η αναλυτική παρουσίαση των σχετικών αποφάσεων με αναφορά στα πραγματικά περιστατικά κάθε υπόθεσης. Οι κρίσιμες αποφάσεις του ΕΔΔΑ με φθίνουσα χρονολογική σειρά είναι οι ακόλουθες:

  1. i) Απόφαση ΕΔΔΑ Alkaşi κατά Τουρκίας της 18.10.2016 (αριθ. προσφυγής 21107/07).

Πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης: Η Alkaşi, γραμματέας σε δημόσια υπηρεσία της Τουρκίας, μετά τον υπηρεσιακό υποβιβασμό της ζήτησε από ένα φίλο της, τον M.G., να επικοινωνήσει με τον προϊστάμενό της προκειμένου να αποκατασταθεί στη θέση που αρχικά κατείχε. Ο M.G. φέρεται να απείλησε τον προϊστάμενο της Alkaşi και έτσι ασκήθηκε ποινική δίωξη για εκβίαση τόσο στον φυσικό αυτουργό (M.G.) όσο και στην Alkaşi, που κατηγορήθηκε ως φυσική αυτουργός. Το ποινικό δικαστήριο καταδίκασε τον M.G., αλλά αθώωσε την Alkaşi, λόγω έλλειψης επαρκών αποδεικτικών στοιχείων. Στο μεταξύ η Alkaşi, η οποία είχε απολυθεί εξαιτίας της πιο πάνω ποινικής δίωξης, ζήτησε από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια αποζημίωση για την παράνομη απόλυσή της. Το πολιτικό δικαστήριο εκτιμώντας την αθωωτική απόφαση και τις μαρτυρικές καταθέσεις που περιέχονταν στη δικογραφία απέρριψε την αγωγή της Alkaşi θεωρώντας ότι η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου παραβιάστηκε λόγω του ότι η Alkaşi είχε υποκινήσει τον M.G. «να διαπράξει το έγκλημα της εκβίασης» και συνεπώς η απόλυση ήταν δίκαιη. Η Alkaşi προσέφυγε στο ΕΔΔΑ παραπονούμενη για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας.

Το ΕΔΔΑ δέχεται αρχικά ότι το τεκμήριο αθωότητας του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ έχει διαδικαστικό εγγυητικό ρόλο στην ποινική διαδικασία, αλλά παράλληλα εμφανίζει και μία δεύτερη πτυχή: την προστασία των ατόμων που έχουν απαλλαγεί από ποινική δίωξη ή για τα οποία έπαυσε η ποινική δίωξη, ώστε να μην αντιμετωπίζονται από δημόσιες αρχές σαν να είναι στην πραγματικότητα ένοχοι για ποινικό αδίκημα. Η αποτελεσματική λειτουργία του τεκμηρίου αθωότητας του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ προϋποθέτει διασφάλιση του σεβασμού της αθώωσης σε οποιαδήποτε άλλη δίκη. Μετά την περάτωση της ποινικής δίκης το άτομο πρέπει να αντιμετωπίζεται με τρόπο που συνάδει με την αθωότητά του. Για την εφαρμογή της δεύτερης αυτής πτυχής του τεκμηρίου αθωότητας το ΕΔΔΑ απαιτεί από τον προσφεύγοντα-κατηγορούμενο να αποδείξει την ύπαρξη δεσμού μεταξύ της περατωθείσας ποινικής διαδικασίας και της μεταγενέστερης διαδικασίας. Τέτοιος σύνδεσμος μπορεί να υπάρχει όταν η μεταγενέστερη διαδικασία απαιτεί εξέταση της έκβασης της προηγούμενης ποινικής διαδικασίας και ειδικότερα όταν το δεύτερο δικαστήριο, π.χ. το πολιτικό δικαστήριο, οφείλει να αναλύσει την ποινική απόφαση, να προβεί σε επανεξέταση ή αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων του ποινικού φακέλου, να εκτιμήσει τη συμμετοχή του κατηγορουμένου σε ορισμένα ή όλα τα γεγονότα που οδήγησαν στην ποινική δίωξη ή να σχολιάσει τις υπάρχουσες ενδείξεις σχετικά με την πιθανή ενοχή του.

Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι το πολιτικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις ή το αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας και είναι ελεύθερο να αποφασίσει για την αστική διαφορά. Μπορεί το αστικό δικαστήριο να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα από τα ποινικά δικαστήρια με την ανεξάρτητη υιοθέτηση των πραγματικών περιστατικών. Ακόμα και η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δεν αποκλείει τη θέσπιση αστικής ή άλλης μορφής ευθύνης που απορρέει από τα ίδια πραγματικά περιστατικά με βάση ένα λιγότερο αυστηρό βάρος απόδειξης. Ωστόσο, προκειμένου να συμμορφωθούν με το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, τα πολιτικά δικαστήρια στις επόμενες διαδικασίες πρέπει να παραμείνουν εντός των ορίων της πολιτικής δίκης και να απέχουν από ποινικούς χαρακτηρισμούς της συμπεριφοράς του προσώπου που αθωώθηκε από τα ποινικά δικαστήρια. Οποιαδήποτε δήλωση ή συλλογιστική από πολιτικό δικαστήριο, που θέτει υπό αμφισβήτηση την αμετακλήτως αποδειχθείσα αθώωση του κατηγορουμένου, είναι ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ. Κρίσιμης σημασίας για την εκτίμηση του κατά πόσο συμβιβάζεται η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου και η αιτιολογία της με το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται.

Με βάση τις σκέψεις αυτές το ΕΔΔΑ έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τα πολιτικά δικαστήρια της Τουρκίας παραβίασαν το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, διότι καταλόγισαν ουσιαστικά στην Alkaşi ποινική ευθύνη με πλήρη περιφρόνηση της αθώωσης στην ποινική δίκη, ξεπερνώντας το έργο του πολιτικού δικαστηρίου για τον προσδιορισμό αν ήταν δικαιολογημένη και νόμιμη η απόλυσή της και θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθώωσης. Και κατέληξε: η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε από το πολιτικό δικαστήριο βρίσκεται σε αντίθεση με το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ.

  1. ii) Απόφαση ΕΔΔΑ Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 12.7.2013 (αριθ. προσφυγής 25424/09)[12].

Πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης: Η Allen καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία και συγκεκριμένα του μωρού της με βάση ιατρικά στοιχεία που υποδείκνυαν ως πιθανή αιτία θανάτου το «σύνδρομο ανατάραξης βρέφους». Στη συνέχεια προσέφυγε στο εφετείο ισχυριζόμενη ότι με βάση νέα ιατρικά στοιχεία τα τραύματα μπορούσαν να αποδοθούν σε άλλη αιτία και τελικά το εφετείο ακύρωσε την καταδίκη της για το λόγο ότι δεν ήταν ασφαλής, χωρίς ωστόσο να ζητηθεί από την εισαγγελία η επανεξέταση της υπόθεσης, ενόψει του ότι η Allen είχε ήδη εκτίσει την ποινή της. Ακολούθως, ζήτησε από τον υπουργό δικαιοσύνης αποζημίωση λόγω της αρχικής καταδίκης της και της κράτησής της, που οφειλόταν σε κακοδικία, πλην όμως ο υπουργός απέρριψε την αίτησή της. Στη συνέχεια η Allen άσκησε αίτηση αναίρεσης και το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το εφετείο είχε απλά κρίνει ότι τα νέα στοιχεία πιθανολογούσαν την ενδεχόμενη διαφορετική κρίση των ενόρκων.

Το ΕΔΔΑ δέχθηκε και εδώ, όπως και με την προηγούμενη απόφαση του, τις δύο πτυχές του τεκμηρίου αθωότητας: τη δικονομική-διαδικαστική εγγύηση και την προστασία της προσωπικότητας των ατόμων που έχουν απαλλαγεί από τις ποινικές κατηγορίες ή για τα οποία έπαυσε η ποινική δίωξη, ώστε να μην αντιμετωπίζονται από δημόσιες αρχές σαν να είναι στην πραγματικότητα ένοχοι για ποινικό αδίκημα. Το τεκμήριο αθωότητας διασφαλίζει και μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας ότι η αθωότητά του συγκεκριμένου προσώπου θα είναι σεβαστή.

Τέλος, το ΕΔΔΑ επανέλαβε και εδώ ότι ακόμα και η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δεν αποκλείει τη θέσπιση αστικής ή άλλης μορφής ευθύνης που απορρέει από τα ίδια πραγματικά περιστατικά με βάση ένα λιγότερο αυστηρό βάρος απόδειξης, αλλά τα πολιτικά δικαστήρια στις επόμενες διαδικασίες πρέπει να αποφεύγουν εκφράσεις που περιέχουν δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον εναγόμενο.

Με βάση τις σκέψεις αυτές το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τα πολιτικά δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου δεν παραβίασαν το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, διότι η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε δεν υπονομεύει την αθωότητα της προσφεύγουσας ούτε αυτή αντιμετωπίστηκε με τρόπο που δεν συνάδει με την αθωότητά της, αφού οι εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν έγιναν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων των δικαστηρίων προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπήρχε δικαστική πλάνη. Τα εθνικά δικαστήρια δεν έκαναν σχόλια για την ενοχή ή αθωότητα της προσφεύγουσας, αλλά αναγνώρισαν τα συμπεράσματα του δευτεροβάθμιου ποινικού δικαστηρίου.

iii) Απόφαση ΕΔΔΑ Diacenco κατά Ρουμανίας της 7.2.2012 (αριθ. προσφυγής 124/04).

Πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης: Κατά του προσφεύγοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για σωματική βλάβη από αμέλεια συνεπεία τροχαίου ατυχήματος. Ο παθών παραστάθηκε στο ποινικό δικαστήριο και ζήτησε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και αποζημίωση. Τελικά το ποινικό δικαστήριο αθώωσε τον κατηγορούμενο, αλλά επιδίκασε στον παθόντα την αιτηθείσα χρηματική ικανοποίηση και αποζημίωση.

Το ΕΔΔΑ δέχεται αρχικά ότι το τεκμήριο αθωότητας δεν περιορίζεται μόνο στην ποινική διαδικασία που εκκρεμεί, αλλά εφαρμόζεται και σε άλλες δικαστικές διαδικασίες που έπονται. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δεν αποκλείει τη θέσπιση αστικής ή άλλης μορφής ευθύνης που απορρέει από τα ίδια πραγματικά περιστατικά με βάση ένα λιγότερο αυστηρό βάρος απόδειξης. Μάλιστα, τόνισε ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία από την ποινική διαδικασία θα χρησιμοποιηθούν και στα πλαίσια της πολιτικής δίκης, καθώς και το ότι βάση της αστικής αξίωσης για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος δεν είναι αρκετά για να χαρακτηριστεί η πολιτική δίκη ως δεύτερη «ποινική διαδικασία», που απαγορεύεται βάσει της αρχής ne bis in idem. Μια τέτοια συλλογιστική θα κατέληγε στο να παρέχει το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ ως αδικαιολόγητη συνέπεια την παρεμπόδιση της δυνατότητας του θύματος να ζητήσει αποζημίωση βάσει του αστικού δικαίου, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματός του για πρόσβαση στο δικαστήριο βάσει του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Ωστόσο, τα πολιτικά δικαστήρια στις επόμενες διαδικασίες πρέπει να μην περιλαμβάνουν δηλώσεις που υποδηλώνουν ποινική ευθύνη του εναγομένου. Κρίσιμης σημασίας για την εκτίμηση του κατά πόσο συμβιβάζεται η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου και η αιτιολογία της με το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται. Μάλιστα, στην απόφαση αυτή το ΕΔΔΑ διευκρινίζει ότι για την κρίση σχετικά με την παραβίαση ή μη του τεκμηρίου αθωότητας το αιτιολογικό και το διατακτικό της απόφασης έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η διατύπωση που χρησιμοποιείται στο διατακτικό μπορεί να καλύψει ή να θεραπεύσει την παραβίαση που συντελείται με τις λέξεις που χρησιμοποιούνται στο αιτιολογικό.

Με βάση τις σκέψεις αυτές το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το δικαστήριο της Ρουμανίας παραβίασε το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, διότι ενώ επιλήφθηκε ταυτόχρονα για το ποινικό και πολιτικό σκέλος της υπόθεσης και παρά το ότι απάλλαξε τον κατηγορούμενο από το ποινικό αδίκημα, επικυρώνοντας τις σχετικές αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων, στη συνέχεια επιδίκασε τις αστικές αξιώσεις του παθόντος δεχόμενο ότι «ο εναγόμενος είναι ένοχος για το αδίκημα, για το οποίο κατηγορήθηκε και το γεγονός ότι αθωώθηκε από κατώτερα δικαστήρια δεν ασκεί επιρροή ως προς το πολιτικό σκέλος». Έτσι με τη γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο αιτιολογικό δημιουργήθηκαν αμφιβολίες ως προς την ορθότητα της αθώωσης του κατηγορουμένου, ενώ μόνο το γεγονός ότι στο διατακτικό η ίδια απόφαση επικύρωσε τις αθωωτικές αποφάσεις κατώτερων δικαστηρίων σε σχέση με το ποινικό αδίκημα δεν αρκεί για να θεραπεύσει την κατά τα προαναφερόμενα προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας που συντελέστηκε με τη γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο αιτιολογικό.

  1. iv) Απόφαση ΕΔΔΑ Erkol κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθ. προσφυγή 50172/06).

Πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης: Κατά του προσφεύγοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για υπεξαίρεση σε βάρος της τράπεζας, στην οποία εργαζόταν και στη συνέχεια απολύθηκε. Το ποινικό δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων «είχε διαπράξει το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε», αλλά εφάρμοσε ειδική διάταξη που προβλέπει αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Ακολούθως, ο προσφεύγων άσκησε ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων αγωγή κατά της τράπεζας, ζητώντας αποζημίωση για την παράνομη απόλυσή του. Το πολιτικό δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του δεχόμενο ότι ο προσφεύγων όχι μόνο είχε διαπράξει το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε, αλλά και άλλο αδίκημα, για το οποίο δεν κατηγορήθηκε.

Το ΕΔΔΑ επανέλαβε την πιο πάνω θέση του για τις δύο πτυχές του τεκμηρίου αθωότητας. Παρεμπιπτόντως δέχθηκε ότι και η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, που αναστέλλει την ποινική δίωξη δυνάμει ειδικής διάταξης νόμου, αλλά παράλληλα αποφαίνεται ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα, είναι προβληματική.

Τέλος, επανέλαβε ότι η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δεν αποκλείει τη θέσπιση αστικής ή άλλης μορφής ευθύνης που απορρέει από τα ίδια πραγματικά περιστατικά με βάση ένα λιγότερο αυστηρό βάρος απόδειξης, αλλά τα πολιτικά δικαστήρια στις επόμενες διαδικασίες πρέπει να παραμείνουν εντός των ορίων της πολιτικής δίκης και να απέχουν από δηλώσεις που ουσιαστικά αναγνωρίζουν ποινική ευθύνη στο αμετάκλητα αθωωθέν πρόσωπο. Κρίσιμης σημασίας για την εκτίμηση του κατά πόσο συμβιβάζεται η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου και η αιτιολογία της με το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται.

Με βάση τις σκέψεις αυτές το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το πολιτικό δικαστήριο της Τουρκίας παραβίασε το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, διότι όχι μόνο αμφισβήτησε την αθωότητα του προσφεύγοντος, αλλά ουσιαστικά τον θεώρησε ένοχο τόσο για αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε, αλλά δεν καταδικάστηκε όσο και για αδίκημα, για το οποίο ουδέποτε κατηγορήθηκε, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονός ότι για να καταλήξει στο συμπέρασμά του αυτό το πολιτικό δικαστήριο δεν προέβη σε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ενώ με τη γλώσσα που χρησιμοποίησε υπερέβη τα όρια μιας αστικής-πολιτικής δίκης.

  1. v) Απόφαση ΕΔΔΑ Παραπονιάρης κατά Ελλάδας της 25.9.2008 (αριθ. προσφυγής 42132/06)[13].

Πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης: Κατά του προσφεύγοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για λαθρεμπορία πετρελαιοειδών, πλην όμως τελικά η υπόθεση εισήχθη στο δικαστικό συμβούλιο το οποίο αφενός έπαυσε την σε βάρος του ποινική δίωξη λόγω παραγραφής αφετέρου επέβαλε σ’ αυτόν χρηματική ποινή με το σκεπτικό ότι διαπιστώθηκε «αντικειμενικά» η τέλεση της λαθρεμπορίας απ’ αυτόν.

Το ΕΔΔΑ, αν και η συγκεκριμένη υπόθεση δεν σχετιζόταν με τη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ασχολήθηκε και με το ζήτημα αυτό δεχόμενο ότι το τεκμήριο αθωότητας εκτείνεται και στις δικαστικές διαδικασίες που έπονται της οριστικής αθώωσης του κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα, δέχθηκε ότι μεταγενέστερες δικαστικές αποφάσεις ή δηλώσεις από δημόσιες αρχές μπορεί να θεωρηθεί ότι προσβάλλουν το τεκμήριο αθωότητας αν ισοδυναμούν με διαπίστωση ενοχής που παραγνωρίζει σκοπίμως την προηγούμενη αθώωση του κατηγορουμένου. Επίσης, τονίζει ότι η διατύπωση υποψιών επί της αθωότητας ενός κατηγορουμένου δεν είναι αποδεκτή μετά την οριστική αθώωσή του, ακόμα και αν πρόκειται για αθώωση «λόγω αμφιβολιών». Εκείνο που αξίζει να τονιστεί σε σχέση με την απόφαση αυτή είναι αφενός ότι δέχεται ότι η προστατευτική της τιμής και αξιοπρέπειας λειτουργία του τεκμηρίου αθωότητας μπορεί να απορρέει και από αποφάσεις που παύουν οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής αφετέρου ότι η οριστική αθώωση του κατηγορουμένου μπορεί να σχετίζεται και με σχετικό βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου.

            Με βάση τις σκέψεις αυτές το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας αφού έκρινε μη κατανοητή και δικαιολογημένη τη διάκριση μεταξύ «αντικειμενικής» διάπραξης του εγκλήματος και παράλληλης αθώωσής του.

  1. vi) Απόφαση ΕΔΔΑ Orr κατά Νορβηγίας της 15.5.2008 (αριθ. προσφυγής 31283/04).

Πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης: Κατά του προσφεύγοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για βιασμό. Κατά τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας ποινικής δίκης η παθούσα ζήτησε την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω της βλάβης της από το συγκεκριμένο έγκλημα. Το δευτεροβάθμιο ποινικό δικαστήριο με τη συμμετοχή των ενόρκων αθώωσε τον κατηγορούμενο, ενώ οι τακτικοί δικαστές, που ήταν οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουν τις αστικές αξιώσεις της παθούσας, επιδίκασαν σ’ αυτήν αποζημίωση.

Το ΕΔΔΑ επαναλαμβάνει και εδώ την πάγια θέση του ότι η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δεν αποκλείει τη θέσπιση αστικής ή άλλης μορφής ευθύνης που απορρέει από τα ίδια πραγματικά περιστατικά με βάση ένα λιγότερο αυστηρό βάρος απόδειξης. Κρίσιμης σημασίας για την εκτίμηση του κατά πόσο συμβιβάζεται η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου και η αιτιολογία της με το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ θεωρήθηκε και εδώ η γλώσσα που χρησιμοποιείται.

Με βάση τις σκέψεις αυτές το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τα δικαστήρια της Νορβηγίας, που έκριναν επί των αστικών αξιώσεων, παραβίασαν το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, διότι χρησιμοποίησαν φράσεις που αμφισβητούν την ορθότητα της αθωότητας και παραγνωρίζουν την αθώωση του προσφεύγοντος, καθώς αναλύονται όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που καλύπτουν όλα τα συστατικά στοιχεία, αντικειμενικά και υποκειμενικά, που κανονικά θα ισοδυναμούσαν με το ποινικό αδίκημα του βιασμού, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα και τη λέξη «βία», η οποία, μολονότι δεν μπορεί να έχει αποκλειστικά και μόνο ποινικό χαρακτήρα, χρησιμοποιείται στη συγκεκριμένη περίπτωση με τρόπο που αποδίδει στη συλλογιστική της σχετικής απόφασης ποινικά χαρακτηριστικά. Μάλιστα, στη συγκεκριμένη περίπτωση το ΕΔΔΑ θεώρησε ότι ούτε οι διαβεβαιώσεις της ίδιας της απόφασης, που έκρινε τις αστικές αξιώσεις, ότι το αντίθετο αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε σε σχέση με την ποινική απόφαση ήταν το αποτέλεσμα του λιγότερο αυστηρού βάρους απόδειξης που ισχύει στην πολιτική δίκη, ήταν ικανές να ανατρέψουν την εικόνα που σχηματίστηκε από το σύνολο της αιτιολογίας της ότι αμφισβητήθηκε η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης.

vii) Απόφαση ΕΔΔΑ Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας της 27.9.2007 (αριθ. προσφυγής 35522/04)[14].

Πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης: Κατά του προσφεύγοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για απάτη και ψευδή δήλωση κατά του Οργανισμού Εργατικής Εστίας, διότι υποβάλλοντας αίτημα για στεγαστική συνδρομή δήλωσε ψευδώς ότι δεν είχε άλλο ακίνητο, ενώ αποδείχθηκε το αντίθετο. Πρωτόδικα ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε, αλλά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τον αθώωσε λόγω αμφιβολιών, εφαρμόζοντας την αρχή in dubio pro reo. Μετά την αμετάκλητη αθώωσή του ο προσφεύγων ζήτησε από τα διοικητικά δικαστήρια την ακύρωση της πράξης του Οργανισμού Εργατικής Εστίας. Αρχικά η αίτησή του απορρίφθηκε τόσο σε πρώτο όσο και δεύτερο βαθμό και μάλιστα το εφετείο αρνήθηκε να λάβει υπόψη την αθωωτική απόφαση, με το αιτιολογικό ότι δεν δεσμευόταν από τη λύση που δόθηκε από τα ποινικά δικαστήρια. Το ΣτΕ αναίρεσε την απόφαση του εφετείου, δεχόμενο ότι τα διοικητικά δικαστήρια παρά το ότι δεν δεσμεύονται από τις αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές αποφάσεις. Στη συνέχεια το εφετείο απέρριψε εκ νέου την αίτηση ακύρωσης του προσφεύγοντος, ενώ σχολιάζοντας την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου έκρινε ότι το τελευταίο δεν κατέληξε στην ανυπαρξία των παράνομων πράξεων λόγω έλλειψης δόλου, αλλά τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών. Το ΣτΕ επικύρωσε ουσιαστικά την πιο πάνω απόφαση του εφετείου, δεχόμενο ότι ο προσφεύγων είχε αθωωθεί λόγω ύπαρξης αμφιβολιών περί της ενοχής του και όχι γιατί διαπιστώθηκε ότι τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος δεν πληρούνται ή λόγω έλλειψης δόλου.

Το ΕΔΔΑ δέχεται αρχικά ότι το τεκμήριο αθωότητας του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου ένα πρόσωπο έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια ποινικής δίκης. Πάντως, για την επέκταση της εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας και σε άλλη δίκη πρέπει να διαπιστωθεί η σύνδεση της τελευταίας με την ποινική διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση διαπιστώθηκε ο αναγκαίος σύνδεσμος των δύο διαδικασιών, διότι και οι δύο αφορούσαν τις ίδιες πράξεις και την ίδια συμπεριφορά, δεδομένου ότι το κεντρικό στοιχείο που εξέτασαν τα διοικητικά δικαστήρια (ο εκ προθέσεως ή μη χαρακτήρας της παράλειψης δήλωσης των περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος) αποτελούσε μέρος των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο διώχθηκε.

Επίσης, το ΕΔΔΑ τόνισε ότι δεν εξετάζει τη δεσμευτικότητα της αθωωτικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου στα πλαίσια της διοικητικής δίκης, αφού αυτό συνιστά υποκατάσταση των εθνικών δικαστηρίων και βρίσκεται εκτός της αρμοδιότητάς του. Πάντως, πρέπει να ελέγχεται σε κάθε περίπτωση αν με τον τρόπο που ενεργούν, τους λόγους της απόφασης ή τις λέξεις που χρησιμοποιούν στο αιτιολογικό τα (διοικητικά εν προκειμένω) δικαστήρια, που επιλαμβάνονται της υπόθεσης μετά την αμετάκλητη αθώωση, αφήνουν να δημιουργηθούν υποψίες σχετικά με την αθωότητα του προσφεύγοντος, κάτι που οδηγεί σε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας. Τονίζει δε το ΕΔΔΑ ότι η έκφραση υποψιών σχετικά με την αθωότητα ενός κατηγορουμένου είναι απαράδεκτη μετά την οριστική απαλλαγή του. Επομένως, ακόμα και αν πρόκειται για απαλλαγή «λόγω αμφιβολιών» η έκφραση αμφιβολιών για την ενοχή, συμπεριλαμβανομένων αυτών που εξάγονται από τους λόγους της απαλλαγής, δεν συμβιβάζεται με το τεκμήριο αθωότητας. Μάλιστα, επισημαίνει ότι δεν πρέπει να υφίσταται καμία ποιοτική διαφορά μεταξύ μιας απαλλαγής ελλείψει αποδείξεων και μιας απαλλαγής απορρέουσας από μία άνευ αμφιβολιών διαπίστωση της αθωότητας ενός προσώπου.

Με βάση τις σκέψεις αυτές το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια παραβίασαν το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, διότι στηρίχθηκαν ρητά και άνευ ενδοιασμού στο γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε απαλλαγεί «λόγω αμφιβολιών», ξεπερνώντας με τους όρους που χρησιμοποίησαν τα διοικητικής φύσης πλαίσια της διαφοράς και δεν άφησαν καμία αμφιβολία περί της υποτιθέμενης πρόθεσης του προσφεύγοντος να μην συμπεριλάβει στη δήλωσή του όλα τα ακίνητά του.

viii) Απόφαση ΕΔΔΑ Ringvold κατά Νορβηγίας της 11.2.2003 (αριθ. προσφυγής 34964/97).

Πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης: Εναντίον του προσφεύγοντος είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου. Στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας ο ανήλικος υπέβαλε τις αστικές του αξιώσεις για την ηθική του βλάβη από το έγκλημα. Τελικά το δικαστήριο αθώωσε τον κατηγορούμενο και απέρριψε την αστική αξίωση του ανηλίκου. Ακολούθως, ο ανήλικος προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τους κανόνες της Πολιτικής Δικονομίας κατά το μέρος της απόρριψης της αστικής του αξίωσης. Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε συμπληρωματικές αποδείξεις και εξετάστηκαν ενώπιόν του περισσότεροι από 20 νέοι μάρτυρες. Παράλληλα, το δικαστήριο επέτρεψε την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων από την ποινική δικογραφία, παρά το ότι ο κατηγορούμενος αντιτάχθηκε. Τελικά το Ανώτατο Δικαστήριο εφαρμόζοντας τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας και εξετάζοντας και νέα αποδεικτικά μέσα επιδίκασε αποζημίωση στο ανήλικο για την ηθική του βλάβη.

Το ΕΔΔΑ αρχικά επανέλαβε ότι το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ δεν περιορίζεται μόνο σε ποινικές διαδικασίες που εκκρεμούν, αλλά επεκτείνεται και σε διαδικασίες ενώπιον άλλων δικαστηρίων μετά το πέρας της ποινικής δίκης. Επίσης, δέχθηκε ότι η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δεν πρέπει να αποκλείει την αστική ευθύνη για αποζημίωση που προκύπτει από τα ίδια πραγματικά περιστατικά βάσει λιγότερο αυστηρού βάρους απόδειξης. Μάλιστα, στην απόφαση αυτή το ΕΔΔΑ σημειώνει ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζεται στο πρόσωπο που απαλλάχθηκε από ποινικό αδίκημα, αλλά θεωρείται υπεύθυνο σύμφωνα με το αστικό βάρος απόδειξης, το αδικαιολόγητο πλεονέκτημα να αποφύγει την ευθύνη για τις πράξεις του. Αν, όμως, η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου που επιδικάζει την αποζημίωση έχει παραδοχές που αναγνωρίζουν ποινική ευθύνη του εναγομένου τότε παραβιάζεται το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ.

Με βάση τις σκέψεις αυτές το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το Ανώτατο Δικαστήριο της Νορβηγίας, δικάζοντας κατά τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας, δεν παραβίασε το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, λαμβανομένου υπόψη και του ότι το ζήτημα της αποζημίωσης αποτέλεσε αντικείμενο χωριστής νομικής εκτίμησης και βασίστηκε σε κριτήρια και αποδεικτικά στοιχεία που διέφεραν από εκείνα που εφαρμόστηκαν στην ποινική δίκη. Έτσι, τελικά στη συγκεκριμένη υπόθεση κρίθηκε ότι το αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για την επιδίκαση της αποζημίωσης.

2) Η θέση του ΕΔΔΑ για τη σχέση ποινικής και πολιτικής διαδικασίας και το ρόλο του τεκμηρίου αθωότητας.

Από την προσεκτική μελέτη της νομολογίας του ΕΔΔΑ διαπιστώνεται ότι οι θέσεις του για τη σχέση πολιτικής και ποινικής διαδικασίας και για την επίδραση της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής απόφασης στην αστική δίκη συμπυκνώνονται στα ακόλουθα:

  • η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δεν αποκλείει την αστική ευθύνη του ίδιου προσώπου, ακόμα και αν απορρέει από τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το ζήτημα που μας απασχολεί να τονιστεί ότι το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένα εκφράσει την άποψη ότι μόνο το γεγονός πως τα αποδεικτικά στοιχεία από την ποινική διαδικασία θα χρησιμοποιηθούν και στην πολιτική δίκη, καθώς και το ότι βάση της αστικής αξίωσης για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος δεν είναι αρκετά για να χαρακτηριστεί η πολιτική δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία που απαγορεύεται βάσει της αρχής ne bis in idem, καθώς μια τέτοια συλλογιστική θα κατέληγε στο να παρεμποδίζει το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ κατά τρόπο αδικαιολόγητο το θύμα να ζητήσει αποζημίωση βάσει του αστικού δικαίου, συνιστώντας ένα αδικαιολόγητο και δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματός του για πρόσβαση στο δικαστήριο βάσει του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.
  • το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ δεν προβλέπει δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου από τις διαπιστώσεις ή το αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας, αλλά αυτό παραμένει ελεύθερο να αποφασίσει για την αστική διαφορά. Αυτή η βασική αρχή για τη σχέση ποινικής και πολιτικής δίκης τονίζεται στην αρχή κάθε απόφασης του ΕΔΔΑ, ενώ επισημαίνεται ότι το ζήτημα της δεσμευτικότητας των αθωωτικών ποινικών αποφάσεων ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων και δεν είναι επιτρεπτή η υποκατάστασή τους από το ΕΔΔΑ. Μάλιστα, διευκρινίζεται ότι η έλλειψη δέσμευσης αφορά όχι μόνο το αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας, δηλ. την αθώωση του κατηγορουμένου, αλλά και τις διαπιστώσεις, δηλ. τις σκέψεις, τους συλλογισμούς και την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού[15]. Η θέση αυτή τονίζει ότι ακόμα και με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά και τα ίδια αποδεικτικά μέσα το πολιτικό δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα από το ποινικό δικαστήριο. Αυτό για παράδειγμα μπορεί να οφείλεται στο λιγότερο αυστηρό βάρος απόδειξης που ισχύει στην πολιτική δίκη.
  • τα πολιτικά δικαστήρια, που επιλαμβάνονται μετά την αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση υπόθεσης, που εμφανίζει στενό σύνδεσμο με την ποινική υπόθεση, πρέπει να είναι προσεκτικά σε σχέση με τη γλώσσα που χρησιμοποιούν τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό τους. Αρχικά θα πρέπει να παραμένουν εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν εντάσσονται και στο αντικείμενο της πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι το πολιτικό δικαστήριο ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά και με την τέλεση του ποινικού αδικήματος. Παράλληλα, οι παραδοχές και η συλλογιστική της πολιτικής απόφασης δεν θα πρέπει να θέτουν υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής απόφασης. Εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Το ΕΔΔΑ δεν αποκλείει τη διαφορετική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και την κατ’ επέκταση δυνατότητα του πολιτικού δικαστηρίου να καταλήξει σε εντελώς διαφορετικό συμπέρασμα από το ποινικό δικαστήριο. Απαγορεύει, όμως, να αμφισβητηθεί άμεσα ή έμμεσα η ορθότητα της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου. Είναι εντελώς διαφορετικό η επιδίκαση αποζημίωσης βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών και η επανεκτίμηση της ποινικής διάστασης της υπόθεσης από τα πολιτικά δικαστήρια· το τελευταίο είναι κατά το ΕΔΔΑ απαγορευμένο. Έχει κριθεί ότι αμφισβητείται το αθωωτικό αποτέλεσμα και όταν το επιλαμβανόμενο στη συνέχεια πολιτικό δικαστήριο αντλεί επιχειρήματα για την ευθύνη του εναγομένου από τους λόγους απαλλαγής του στο ποινικό δικαστήριο, π.χ. όταν αυτός αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών ή με μειοψηφία ή με αντίθετη εισαγγελική πρόταση. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στην πολιτική απόφαση πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με το σύνολο της απόφασης και με βάση τη συνολική εντύπωση που αυτή αφήνει, ιδίως σε περιπτώσεις που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα[16]. Έτσι, κρίθηκε ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας διότι η πολιτική απόφαση δέχθηκε ότι η ενάγουσα, που ζητούσε την υπηρεσιακή της αποκατάσταση, «είχε διαπράξει το έγκλημα της εκβίασης»[17] ή ότι ο εναγόμενος, που υποχρεώθηκε σε καταβολή αποζημίωσης του παθόντος, αν και με την ίδια απόφαση αθωώθηκε για το ποινικό αδίκημα, «είναι ένοχος για το αδίκημα, για το οποίο κατηγορήθηκε»[18] ή ότι ο ενάγων, που ζητούσε από τον εργοδότη που τον κατηγόρησε για διάπραξη ποινικού εγκλήματος αποζημίωση για άκυρη απόλυση, «είχε διαπράξει το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε»[19]. Το ΕΔΔΑ για τη σχετική κρίση του λαμβάνει υπόψη και την τυχόν διενέργεια πρόσθετων αποδείξεων, δηλ. την εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, οπότε το διαφορετικό αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει το πολιτικό δικαστήριο είναι περισσότερο δικαιολογημένο.
  • η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας μπορεί να προκύπτει είτε από το αιτιολογικό-σκεπτικό της πολιτικής απόφασης είτε από το διατακτικό της, αφού τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η (προσεκτική) διατύπωση που χρησιμοποιείται στο διατακτικό μπορεί να καλύψει ή να θεραπεύσει την παραβίαση που συντελείται με τις λέξεις που χρησιμοποιούνται στο αιτιολογικό-σκεπτικό.
  • το τεκμήριο αθωότητας μπορεί να παραβιαστεί και στην περίπτωση που οι αστικές αξιώσεις του θύματος επιδικάζονται με την ίδια απόφαση, σε όσες περιπτώσεις επιτρέπεται από το εσωτερικό δίκαιο η ταυτόχρονη εκδίκαση ποινικής κατηγορίας και αστικών αξιώσεων. Επομένως, σε όσους περιορισμούς υπόκειται κατά τα προαναφερόμενα η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου που έπεται της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής απόφασης στους ίδιους υπόκειται και το σκέλος της απόφασης που ασχολείται με τις αστικές αξιώσεις, το οποίο δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αμφισβητεί ή να ανατρέπει το αθωωτικό αποτέλεσμα κατά το ποινικό σκέλος της.
  • αθωωτική ποινική απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υπόθεσης και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή. Αυτή μπορεί να είναι απόφαση που διαπιστώνει πανηγυρικά την μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. την έλλειψη στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο «λόγω αμφιβολιών» ή απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου[20].

Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει ότι το ΕΔΔΑ δεν αντιλαμβάνεται την ισχύ της αθωωτικής ποινικής απόφασης και την απαγόρευση αμφισβήτησης του αθωωτικού αποτελέσματος ως υποχρέωση όλων των λοιπών δικαστηρίων άλλων δικαιοδοσιών (πολιτικών και διοικητικών) να συντάσσονται με την απαλλακτική κρίση ή να υιοθετούν τον τρόπο εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων από το ποινικό δικαστήριο. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου στα πλαίσια της αρχής ne bis in idem, που όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω σαφώς αποκλείει το ΕΔΔΑ.

Από τη νομολογία του ΕΔΔΑ φαίνεται ότι στο επίκεντρο βρίσκεται πάντα η ποινική διαδικασία. Το τεκμήριο αθωότητας προσβάλλεται όχι λόγω του αποτελέσματος, στο οποίο καταλήγει το πολιτικό δικαστήριο, αλλά από την αμφισβήτηση του αθωωτικού αποτελέσματος της ποινικής απόφασης.

Δ.- Κριτική παρουσίαση των θέσεων του Αρείου Πάγου για τη σχέση ποινικής και πολιτικής δίκης…………..

NEO BANNER ΓΙΑ ΔΩΡΕΑΝ ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΜΑΡΣΙΤΑ

BANNER-LINKEDIN

Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας