facebook

Άσκηση εφέσεων ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Προϋπόθεση παραδεκτού αυτών

Αναδρομικότητα νεότερου ευμενέστερου νόμου

Αίτηση αναστολής πρωτόδικης απόφασης

Εν μέρει δεκτή η αίτηση

Προϋπόθεση παραδεκτού εφέσεως

Καταβολή ποσοστού οφειλόμενου φόρου

Για το παραδεκτό εφέσεως κατά αποφάσεως χρηματικού αντικειμένου φορολογικών και τελωνειακών εν γένει διαφορών, απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου, η καταβολή ποσοστού 50% (αρχικά) ή 20% (μεταγενεστέρως) του οφειλόμενου σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση κύριου φόρου, δασμού ή τέλους, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή, μετά από σχετική αίτηση προς το δικαστήριο από τον αιτούντα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 206 επ. (Κεφάλαιο Β΄Αναστολή εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων) του Κωδ. Διοικ. Δικονομίας.

Αίτηση αναστολής εκτελέσεως πρωτόδικης απόφασης.

Αποδοχή ή απόρριψη αυτής

Η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης του ένδικου μέσου. Μπορεί όμως να απορριφθεί αυτή αν οι αρνητικές συνέπειες στα συμφέροντα τρίτων και στο δημόσιο συμφέρον από την αποδοχή της, θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος.

                    

Εφαρμογή αναδρομικά νεότερου ευμενέστερου νόμου

Νεότεροι νόμοι που ρυθμίζουν θέματα προστίμων, πρόσθετων φόρων ή προσαυξήσεων κλπ διοικητικών κυρώσεων, λόγω μη συμμόρφωσης του φορολογουμένου στις επιταγές της φορολογικής νομοθεσίας, εφόσον είναι ευμενέστεροι για το φορολογούμενο εφαρμόζονται και επί εκκρεμών υποθέσεων, ήτοι σχέσεων που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν και ρυθμίζονται από προγενέστερο δίκαιο, ακόμη και αν ο νομοθέτης δεν έχει προσδώσει στο νεότερο νόμο αναδρομική ισχύ. Δηλαδή υπάρχει τεκμήριο αναδρομικής εφαρμογής του νεότερου ηπιότερου φορολογικού νόμου και επί εκκρεμών υποθέσεων, το οποίο μόνο από σαφή αντίθετη διάταξη μπορεί να ανατραπεί.

Εξάλλου, και κατά γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, επιβάλλεται η αναδρομική εφαρμογή της ελαφρότερης ποινής (κύρωσης), προκειμένου περί παραβάσεως για την οποία προβλέπονται διαδοχικά, από το χρόνο διάπραξής της έως το χρόνο έκδοσης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης επί της υποθέσεως, περισσότερες κυρώσεις.

Την αρχή αυτή υποχρεούται να εφαρμόσει ο εθνικός δικαστής, τόσον όταν πρόκειται για κύρωση που επιβάλλεται σε συμπεριφορά αντίθετη προς τις επιταγές της κοινοτικής νομοθεσίας, όσο και κατά την άσκηση της φορολογικής αρμοδιότητας των κρατών μελών. Τούτο ισχύει ακόμη και όταν η εθνική ρύθμιση απαγορεύει τν αναδρομική εφαρμογή της επιεικέστερης διάταξης.

Η μη εφαρμογή της ως άνω αρχής, η οποία ανάγεται σε αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου, συνιστά νομική παράβαση, ελεγχόμενη από τα διοικητικά δικαστήρια , και μάλιστα αυτεπαγγέλτως. Ο Νόμος 4446/2016, ο οποίος για το παραδεκτό της έφεσης (επί μη αναστολής του) την καταβολή ποσοστού 20% επί του οφειλόμενου βάσει της πρωτόδικης απόφασης κύριου φόρου, είναι ευνοϊκότερος έναντι του προϊσχύοντος νόμου 3900/2010 που προέβλεπε την καταβολή ποσοστού 50%.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου 4446/2016 για το άρθρο 37 παρ. 2 η ρύθμιση του 20% κρίθηκε αναγκαία αφενός για την εξισορρόπηση μεταξύ της διευκόλυνσης της πρόσβασης του διαδίκου στο δεύτερο βαθμό δικαστικής κρίσης και του δημόσιου συμφέροντος για την ταχεία είσπραξη των οφειλόμενων χρηματικών ποσών, στο μέτρο που αυτά έχουν ήδη επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση, αφετέρου ότι η καταβολή ποσοστού επί του οφειλόμενου βάσει της πρωτόδικης απόφασης κυρίου φόρου τίθεται από το νομοθέτη ως προϋπόθεση για το παραδεκτό της άσκησης έφεσης, ώστε κατά το αποτέλεσμά της (σε περίπτωση μη καταβολής) η προϋπόθεση αυτή του νομοθέτη προσιδιάζει σε «οιονεί κύρωση» αφού η μη τήρησή της άγει σε απώλεια του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος δικαστικής προστασίας σε δεύτερο βαθμό.

Ενόψει όλων αυτών, ο νεότερος αυτός νόμος (4446/2016) ως προβλέπων για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης (επί μη αναστολής) την καταβολή ποσοστού 20% επί του οφειλόμενου βάσει της πρωτόδικης απόφασης κυρίου φόρου είναι ευνοϊκότερος-έναντι του προϊσχύσαντος νόμου 3900/2010 που προέβλεπε την καταβολή ποσοστού 50%. Επομένως, ανεξαρτήτως του ότι ο ν. 4446/2016 δεν απαγορεύει την αναδρομική εφαρμογή του, ούτε προβλέπει ότι ισχύει για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του ή ότι το τρίτο μέρος του (ρυθμίσεις σχετικά με τη διοικητική δικαιοσύνη κλπ) εφαρμόζεται ένα μήνα μετά τη δημοσίευσή του, αυτός καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς εφέσεις, κατ’ εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περί εφαρμογής της ευνοϊκότερης σχετικής ρύθμισης.

 

΄Ασκηση εφέσεων κατά των αποφάσεων του Μον.Διοκ.Πρωτ.Πειρ.

Με 4 αποφάσεις (συναφείς) του ΜΔΠΠΕΙΡ έγιναν εν μέρει δεκτές προσφυγές του αιτούντος και κρίθηκε με αυτές ότι οφείλονται κύριος φόρος εισοδήματος, πρόσθετος φόρος και λοιπές επιβαρύνσεις διαφόρων ποσών. Κατά των αποφάσεων αυτών ο αιτών άσκησε ισάριθμες εφέσεις.

        

Υποβολή αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως των αποφάσεων του του Μον.Διοκ.Πρωτ.Πειρ.

 

Ακολούθως, ο αιτών υπέβαλε αίτηση αναστολής εκτελέσεως των εν λόγω αποφάσεων κατά το μη εκτελεσθέν μέρος τους. Ζήτησε δε, επικουρικά, την αναστολή του ποσοστού 20% του οφειλόμενου βάσει των πρωτόδικων αποφάσεων κύριου φόρου, ώστε να μην απωλέσει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας στο δεύτερο βαθμό.

Μερική αποδοχή της αιτήσεως

Το ΜΔΕΠΕΙΡ δέχθηκε εν μέρει την αίτηση αναστολής και ανέστειλε εν όλω τη μια από τις ανωτέρω αποφάσεις του ΜΔΠΠΕΙΡ και περαιτέρω ανέστειλε εν όλω τις άλλες τρεις αποφάσεις του κατά το ποσό του πρόσθετου φόρου και των λοιπών επιβαρύνσεων. Ανέστειλε επίσης εν μέρει τις ίδιες αποφάσεις κατά το ποσό του κύριου φόρου, πλην του ποσού των 5.000 ευρώ σε καθεμία από αυτές. Όρισε δε στο σκεπτικό της απόφασης του ότι επί του μη αναστελλόμενου ποσού κυρίου φόρου θα υπολογισθεί το καταβλητέο ποσοστό 20%.Τέλος, όρισε ότι η αναστολή να ισχύει μέχρι τη δημοσίευση οριστικών αποφάσεων επί των εφέσεων .

                                

Σημείωση

Η προβλεπόμενη από το νόμο καταβολή από το φορολογούμενο ενός ποσοστού (50% ή 20%) του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου ως προϋπόθεση του παραδεκτού της ασκήσεως εφέσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «κύρωση» για την οποία έχει εφαρμογή εν προκειμένω, σύμφωνα με την ανωτέρω αρχή, ο νεότερος επιεικέστερος νόμος, αφού το ποσοστό αυτό δεν αποτελεί διοικητική ποινή, επιβαλλόμενη στο φορολογούμενο για την παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας.  Δικαιολογείται δε η εν λόγω ρύθμιση του νόμου, όπως έκρινε το ΣτΕ (βλ. απόφαση της ολομέλειας 1619/2012 κ.ά.), αφενός από το ότι αναφέρεται σε υποθέσεις για τις οποίες έχει εξενεχθεί ήδη δικαστική κρίση, αφετέρου από το ότι παρέχεται η δυνατότητα στο φορολογούμενο να ζητήσει την αναστολή εκτελέσεως της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 206 επ. του Κωδ.Διοικ. Δικον. Η ρύθμιση δε αυτή – της υποχρεώσεως καταβολής για το παραδεκτό της εφέσεως ποσοστού 50% αρχικά και 20% μεταγενέστερα, κατά περίπτωση – δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και στο δεύτερο βαθμό (όπου προβλέπεται από το νόμο δεύτερος βαθμός) και δεν άγει σε απώλεια του συνταγματικού αυτού δικαιώματος του φορολογουμένου.

 BANNER ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ ΣΤΟ TYPE FORM default

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 20-21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019 ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ Για περισσότερα πατήστε εδώ

 Για να δηλώσετε συμμετοχή πατήστε εδώ

 

Απόφ. Μον.Διοικ.Εφ.Πειρ.....

...