facebook
Αρχική Νομολογία Αποζημίωση επί υλικών ζημιών Αποζημίωση επί Υλικών Ζημιών του ασφαλισμένου με Μικτή ασφάλιση (Β Αγωγή) Μεταφορά Οχήματος στην Αλλοδαπή προς Επισκευή Υπαξία Απόφ.Μον.Πρ.Λάρ. 282/2009

Αποζημίωση επί Υλικών Ζημιών του ασφαλισμένου με Μικτή ασφάλιση (Β Αγωγή) Μεταφορά Οχήματος στην Αλλοδαπή προς Επισκευή Υπαξία Απόφ.Μον.Πρ.Λάρ. 282/2009

Αποζημίωση επί Υλικών Ζημιών του ασφαλισμένου
με Μικτή ασφάλιση (Β Αγωγή)

Δεκτή η αγωγή του ζημιωθέντος ασφαλισμένου της ως άνω αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρίας, για το υπόλοιπο των υλικών ζημιών του αυτοκινήτου του, πέραν του καταβληθέντος από την αλλοδαπή ασφαλιστική του εταιρεία, (καθώς και για τις σωματικές βλάβες του).


Μεταφορά Οχήματος στην Αλλοδαπή
προς Επισκευή

Επιδικάσθηκε το ποσό των 700 ευρώ για την μεταφορά του οχήματος προς επισκευή στην αλλοδαπή, διότι κρίθηκε αυτή απαραίτητη καθόσον καθόσον, τα ανταλλακτικά του βλαβέντος οχήματος υπήρχαν στη Γερμανία και η αντιπροσωπεία στην Ελλάδα δεν αναλάμβανε την επισκευή του.


Υπαξία

Επιδικάσθηκε ποσό 10.000 ευρώ για όχημα αξίας προ του ατυχήματος 43.800 Ευρώ
(BMW τύπου 530d Touring 2.993 κυβ. εκατ.).


Απόφ.Μον.Πρ.Λάρ. 282/2009
Πρόεδρος: Σταυρούλα Κουταντέλια
Δικηγόροι: Βάγιος Παπαγιάννης – Αλέξανδρος Δήμτσας – Μαρία Μητσιούλη
Γεώργιος Ψαράκης – Ιωάννης Τρικκαλίδης


Κείμενο Απόφ. Μον.Πρ.Λαρ. 282/2009

Επιπλέον, το ζήτημα αν η ικανοποίηση του ασφαλισμένου συνεπάγεται αυτοδίκαιη υποκατάσταση στα δικαιώματα αυτού έναντι του τρίτου, κρίνεται κατά το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 25 ΑΚ, το δίκαιο που πρέπει να εφαρμοσθεί προκειμένου για ασφαλιστική σύμβαση που καταρτίσθηκε στη Γερμανία είναι το δίκαιο της χώρας αυτής (παράγραφος 67 του γερμανικού νόμου «περί συμβάσεως ασφαλίσεως» της 30.5.1908 (βλ. το αριθμ. πρω618/24-12-2007 έγγραφο του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου), το οποίο εφαρμόζεται αυτεπαγγέλτως (άρθρο 337 ΚΠολΔ) και το οποίο δέχεται ότι ασφαλιστής, ο οποίος πλήρωσε την ασφαλιστική αποζημίωση, υποκαθίσταται στα δικαιώματα του ασφαλισμένου έναντι του τρίτου και η υποκατάσταση επέρχεται εκ του νόμου και δεν απαιτείται σύμβαση εκχωρήσεως. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 93 του αριθμ. 1408/71 Κανονισμού του Συμβουλίου της ΕΟΚ που ισχύει μεταξύ των μελών κρατών της ΕΕ, μεταξύ των οποίων είναι η Ελλάδα και η Γερμανία, «αν δυνάμει της νομοθεσίας κράτους – μέλους χορηγούνται παροχές για ζημία προκληθείσα από περιστατικά που συνέβησαν στο έδαφος άλλου κράτους – μέλους , τα τυχόν δικαιώματα του οφειλέτου φορέα έναντι του τρίτου, ο οποίος υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημίας, ρυθμίζονται κατά τον ακόλουθο τρόπο: α) όταν ο φορέας οφειλέτης υποκαθιστά σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από αυτόν τον δικαιούχο στα δικαιώματα, τα οποία αυτός έχει έναντι του τρίτου, η υποκατάσταση αυτή αναγνωρίζεται από κάθε κράτος – μέλος». Όμως, με την μεταβίβαση της απαιτήσεως δε μεταβάλλεται η νομική της φύση. Η απαίτηση εξακολουθεί να παραμένει απαίτηση από αδικοπραξία και συνεπώς η αξίωση αυτή της ενάγουσας εταιρείας σε υποκατάσταση του ασφαλισμένου θα κριθεί κατά το Ελληνικό δίκαιο (άρθρ. 26 ΑΚ), στηριζόμενη ως προς τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων (Χ. Τ και « Α.Ε.Γ.Α») στις διατάξεις που στηρίζεται η πρώτη πιο πάνω αγωγή αποζημιώσεως, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 345, 346, 481 επ., ΑΚ, 1 επ., 11, 14 του Ν. 2496/1997 ΚΠολΔ. Η αγωγή, όμως, ως προς τον πρώτο εναγόμενο Δ. Π, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, αφού, κατά τα εκτιθέμενα σ αυτή, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία υποκαθίσταται στα δικαιώματα του ασφαλισμένου της. Συνεπώς, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και από ουσιαστική άποψη, ερήμην του πρώτου εναγομένου, ο οποίος έχει κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για τη σημερινή δικάσιμο και δεν παρέστη κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου (άρθρο 226 παρ. 4 σε συνδ. με άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, βλ. την αριθμ. 9370Β/7-11-2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Τρικάλων Κ. Π), το δε Δικαστήριο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 672 ΚΠολΔ).

Συνθήκες Ατυχήματος -Υπαιτιότητα
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος της πρώτης αγωγής, που περιέχεται στο προσκομιζόμενο οικείο πρακτικό, εκτιμώμενη και σταθμιζόμενη ανάλογα με το λόγο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας της, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα μετ επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητείται και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθρ. 444 αριθμ.3 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ, ΑΠ 1209/1979 ΝοΒ 28 σελ. 701, ΑΠ 10/1987 ΕλλΔνη 29.113, ΑΠ 796/1983 ΕλλΔνη 24.1398), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 29-7-2005 και περί ώρα 20:00, ο ενάγων της πρώτης αγωγής Σ. Π οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας & ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του και με συνοδηγό τον Ι. Κ, έβαινε στο 354° χιλιόμετρο της ΠΕΟ Αθηνών – Θεσσαλονίκης και με κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη, όπου εκείνη τη στιγμή η κίνηση των οχημάτων ήταν αυξημένη. Η οδός αυτή είναι ευθεία, διπλής κατευθύνσεως με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση, χωρίζεται με διπλή συνεχή διαχωριστική γραμμή, έχει επικάλυψη με άσφαλτο και το πλάτος του οδοστρώματός της ανέρχεται σε 5,90 μ., ανά κατεύθυνση, ενώ διασταυρώνεται καθέτως από την πλευρά του ρεύματος πορείας της προς Αθήνα με την οδό Φλωρίνης, η οποία είναι ευθεία, άσφαλτος και διπλής κατευθύνσεως με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση. Κατά τον ίδιο χρόνο, ο πρώτος εναγόμενος Χ. Τ, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας &ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, το οποίο κατά το χρόνο του ατυχήματος ετύγχανε ασφαλισμένο για τις προς τρίτους ζημίες στην δεύτερη εναγομένη της κύριας αγωγής ασφαλιστική εταιρία «Α.Ε.Γ.Α», έβαινε επί της οδού Φλωρίνης και προτιθέμενος να κατευθυνθεί προς Θεσσαλονίκη, αφού εισήλθε εντός της Π.Ε.Ο. Αθηνών – Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα διέσχισε καθέτως το έρεισμα της οδού και εν συνεχεία το ρεύμα πορείας προς Αθήνα, πέρασε τη διπλή διαχωριστική γραμμή και εισήλθε στη λωρίδα κυκλοφορίας της οδού προς Θεσσαλονίκη. Αποτέλεσμα της απερίσκεπτης αυτής κίνησής του ήταν να παρεμβληθεί στην πορεία του οχήματος του ενάγοντος της κύριας αγωγής, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, εκινείτο κανονικά επί της οδού προς Θεσσαλονίκη και παρά τον αποφευκτικό προς τ αριστερά ελιγμό στον οποίο προέβη, δεν μπόρεσε, λόγω της αιφνίδιας κίνησης του εναγομένου, ν αποφύγει την σύγκρουση και επέπεσε με το εμπρόσθιο δεξιό τμήμα του οχήματός του στο πίσω και δεξί μέρος του οχήματος του πρώτου εναγομένου, το οποίο, συνεπεία της σύγκρουσης, κινήθηκε στο έρεισμα της οδού του αυτού ρεύματος πορείας (προς Θεσσαλονίκη) και επέπεσε σε παρακείμενη κολώνα.
Αποτέλεσμα της σύγκρουσης αυτής ήταν να τραυματισθούν οι ανωτέρω οδηγοί και οι συνεπιβάτες του οχήματος του πρώτου εναγομένου Χ2, Χ3, και Χ4 και να υποστούν και τα δύο αυτοκίνητα εκτεταμένες υλικές ζημιές. Υπό τα πλήρως ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία επιβεβαιώνονται και από την προσκομισθείσα έκθεση αυτοψίας, που συνοδεύεται και από το πρόχειρο σχεδιάγραμμα της αμέσως επιληφθείσας αρμόδιας τροχαίας και τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, αποκλειστικά υπεύθυνος του ενδίκου ατυχήματος και των αποτελεσμάτων του τυγχάνει ο πρώτος εναγόμενος, οδηγός του αριθμ. & ΙΧΕ αυτοκινήτου Ψ1, ο οποίος δεν κατέβαλε την περί την οδήγηση επιμέλεια, την οποία έπρεπε και μπορούσε να καταβάλει, όπως θα έπραττε κάθε άλλος μέσος συνετός οδηγός που θα βρισκόταν κάτω από παρόμοιες μ αυτόν συνθήκες, αλλά ενήργησε μη επιτρεπόμενη είσοδο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, παρόλο που υφίστατο επί του οδοστρώματος συνεχής διπλή διαχωριστική γραμμή και υπήρχε αυξημένη κίνηση οχημάτων, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να πράξει τούτο χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού, οι οποίοι έβαιναν επί της Π. Ε.Ο. Αθηνών – Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση, την κατεύθυνση και την ταχύτητά τους. Συγκεκριμένα, χωρίς να ελέγξει επαρκώς την κίνηση των οχημάτων δεν παραχώρησε, όπως όφειλε (άρθ. 26 παρ. 5 α ΚΟΚ), προτεραιότητα κινήσεως στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ενάγων της κύριας αγωγής κινούμενος επί της οδού αυτής, αλλά εντελώς αιφνίδια εισήλθε εντός του ρεύματος πορείας του παραβιάζοντας την επί της οδού διπλή συνεχή διαχωριστική γραμμή και παρεμβλήθηκε στην πορεία του αριθμ. κυκλ. & ΙΧΕ αυτοκινήτου με αποτέλεσμα να συγκρουστούν. Αντιθέτως, ο ενάγων της πρώτης δεν φέρει καμία υπαιτιότητα για το ατύχημα και δεν παρέβη κανένα κανόνα οδήγησης, καθόσον είχε προτεραιότητα, έβαινε με κανονική ταχύτητα, εντός του ρεύματος πορείας του, ενώ προέβη σε αποφευκτικό προς τ αριστερά ελιγμό, πλην όμως δεν μπόρεσε ν αποφύγει την σύγκρουση. Επομένως, εφόσον στοιχεία που να θεμελιώνουν οποιαδήποτε συνυπαιτιότητα του ενάγοντος της πρώτης αγωγής, οδηγού του με αριθμό κυκλοφορίας & ΙΧΕ αυτοκινήτου, στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος δεν αποδείχθηκαν, η σχετική νόμιμη ένσταση του άρθρου 300 ΑΚ των εναγομένων, η οποία προβλήθηκε με τις προτάσεις τους και με δήλωση των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στο ακροατήριο και καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, πρέπει ν απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της.

Υλικές Ζημίες
Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι το όχημα του ενάγοντος της πρώτης αγωγής υπέστη εκτεταμένες ζημίες συνεπεία της ανωτέρω συγκρούσεως και συγκεκριμένα υπέστη ζημίες στο εμπρόσθιο τμήμα του και κυρίως στη δεξιά πλευρά του, ήτοι στο εμπρόσθιο καπώ, εμπρόσθιο προφυλακτήρα, εμπρόσθια τμήματα επένδυσης, τους δύο φανούς, τη βάση κλειδαριάς, τα δύο φτερά, την κεφαλή του δεξιού πλαισίου, το δεξιό θόλο τροχού έως τη βάση ελατηρίου, σε διάφορα μέρη του κινητήρα, ενώ άνοιξαν οι εμπρόσθιοι αερόσακοι και το εμπρόσθιο τμήμα του οχήματος και κατά μήκος του άξονά του στράβωσε προς τα δεξιά. Η δαπάνη για την αποκατάσταση των ζημιών του αυτοκινήτου του συνεπεία του ατυχήματος ανήλθε για την αγορά ανταλλακτικών στο συνολικό ποσό των 15.160 ευρώ, για εργασίες βαφής στο συνολικό ποσό των 1.850 ευρώ, για εργασίες επισκευής αμαξώματος στο συνολικό ποσό των 4.250 ευρώ και για γενικό σύνολο μηχανικών εργασιών στο συνολικό ποσό των 1.760 ευρώ. Έτσι, απαιτήθηκε συνολικά το ποσό των 22.160 ευρώ πλέον ΦΠΑ 19% εκ ποσού 4.363,54 και συνολικά το ποσό των 27.329,54 ευρώ (βλ. την από 1-8-2007 απόδειξη της εταιρείας , όπου αναφέρονται όλες οι απαραίτητες εργασίες και τα υλικά για την αποκατάσταση των βλαβών του οχήματος). Ακόμη, αποδείχτηκε ότι το αριθμ. κυκλ. & ΙΧΕ αυτοκίνητο του ενάγοντος της πρώτης αγωγής ήταν ασφαλισμένο κατά το χρόνο του ατυχήματος στην ενάγουσα της δεύτερης αγωγής ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία δυνάμει του αριθμ. D/5513/14093067-9 ασφαλιστηρίου συμβολαίου με σύμβαση μικτής ασφάλισης. Μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου εκ του προαναφερόμενου τροχαίου ατυχήματος, για το οποίο αποκλειστικά υπαίτιος, όπως προαναφέρθηκε, είναι ο πρώτος εναγόμενος Ψ1, οδηγός του αριθμ. κυκλ. & ΙΧΕ αυτοκινήτου, το οποίο κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ασφαλισμένο στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία «Α.Ε.Γ.Α», η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία κατέβαλε στον ασφαλισμένο της Χ1, στις 25.10.2006, το ποσό των 17.036,21 ευρώ, για την κάλυψη των υλικών ζημιών που υπέστη το όχημά του από το ένδικο ατύχημα (βλ. την σχετική απόδειξη είσπραξης). Με τον τρόπο αυτό η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία υποκαταστάθηκε αυτοδικαίως από το νόμο στα δικαιώματα του ασφαλισμένου της (αρ. 14 Ν. 2496/1997) έναντι των εναγομένων Ψ1, και ασφαλιστικής εταιρείας « Α.Ε.Γ.Α». Συνεπώς, από το ανωτέρω συνολικό ποσό των 27.329,54 ευρώ, που κατά τα προαναφερόμενα αντιστοιχεί στο ποσό της αποζημίωσης για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών του ασφαλισμένου αριθμ. κυκλ. & ΙΧΕ οχήματος, ευθύνονται οι τελευταίοι απέναντι στην ενάγουσα της δεύτερης αγωγής ασφαλιστική εταιρεία, σε ολόκληρο ο καθένας τους, για το ποσό των 17.036 ευρώ, το οποίο υποχρεούνται να της καταβάλουν, ενώ για το επιπλέον ποσό των (27.329,54 – 17.036 = ) 10.293 ευρώ ευθύνονται, σε ολόκληρο ο καθένας τους, απέναντι στον ενάγοντα της πρώτης αγωγής Χ1, το οποίο υποχρεούνται να του καταβάλουν μαζί με τα πιο κάτω αναφερόμενα ποσά.
Επίσης, ο τελευταίος δαπάνησε για την μεταφορά του οχήματός του από τον τόπο του ατυχήματος στην αντιπροσωπεία της ΒΜW στη Λάρισα το ποσό των 50 ευρώ (βλ. την από 4-11-2005 απόδειξη είσπραξης της &), ενώ δαπάνησε για την μεταφορά του στην αντιπροσωπεία της ΒΜW στη Γερμανία το ποσό των 700 ευρώ (βλ. την 27-5-2006 απόδειξη της εταιρείας ). Η μεταφορά αυτή του οχήματος ήταν απαραίτητη για την επισκευή του καθόσον τα ανταλλακτικά του υπήρχαν στη Γερμανία και η αντιπροσωπεία της ΒΜW στην Λάρισα δεν αναλάμβανε την επισκευή του (βλ. και την από 18-1-2006 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Θ. Κ). Έτσι από τις ανωτέρω αιτίες ο ενάγων της πρώτης αγωγής δαπάνησε το συνολικό ποσό των 750 ευρώ.
Επίσης, το αυτοκίνητο του τελευταίου, μοντέλο του έτους 2004, είχε κυκλοφορήσει πρώτη φορά την 3-8-2004, ήταν εργοστασίου κατασκευής ΒΜW, τύπου 530d Touring 2.993 κυβ. εκατ., με κινητήρα diesel, αγοράστηκε καινούριο, είχε διανύσει μέχρι το χρόνο του ατυχήματος 19.000 χιλιόμετρα και η αξία του κατά το χρόνο αυτό ανερχόταν σε 43.800 Ευρώ, ώστε τα έξοδα επισκευής ήταν λιγότερα από την αξία του αυτοκινήτου και από τεχνικής και οικονομικής άποψης ήταν δυνατή η επισκευή του (βλ. ιδίως την από 7-8-2006 προσκομιζόμενη από την ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία έκθεση πραγματογνωμοσύνης των S και S και το αριθμ. 17659/19-5-2004 δελτίο παραγγελίας αυτοκινήτου). Μετά την αποκατάσταση των ζημιών δεν αποδείχτηκε ότι παρουσίασε κάποιο ελάττωμα μη υποκείμενο σε διόρθωση. Υπέστη όμως μείωση η αγοραία του αξία, δεδομένου ότι παρά την επιμελημένη επισκευή μεγάλη μερίδα του κοινού αποφεύγει την αγορά επισκευασμένων μετά από ατύχημα οχημάτων, πιστεύοντας ότι μπορεί να κρύβουν ελαττώματα ( ΕφΑΘ 1017/1980 ΝοΒ 28. 1533). Ενόψει της καταστάσεώς του πριν από το ατύχημα και του είδους, αλλά και της εκτάσεως των ζημιών το Δικαστήριο εκτιμά ότι η μείωση της αγοραίας του αξίας ανέρχεται στο ποσό των 10.000 ευρώ, απορριπτόμενου του αγωγικού κονδυλίου ως προς το υπερβάλλον ως ουσιαστικά αβασίμου. Συνεκτιμήθηκε και το γεγονός ότι στη θέση των παλιών ανταλλακτικών τοποθετήθηκαν καινούρια, αντισταθμίζοντας ανάλογα και τη μείωση του από την προαναφερόμενη αιτία.

Σωματικές Βλάβες
Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις αποδείχτηκε ότι ο ενάγων της πρώτης αγωγής εξ αιτίας του πιο πάνω ατυχήματος τραυματίσθηκε και συγκεκριμένα υπέστη κακώσεις και θλάσεις στην αυχενική χώρα, ενώ τραυματίστηκε και στο κεφάλι και του συνεστήθη να μην πραγματοποιεί καταπόνηση των μυϊκών του συνδέσμων και απότομες κινήσεις στην περιοχή του στέρνου, ενώ κρίθηκε ανίκανος προς εργασία για το διάστημα από 29-7-2005 έως 14-8-2005 (βλ. ιδίως την από 9-9-2005 ιατρική βεβαίωση των ιατρών παθολόγων W. C και T.F και το αριθμ. πρω831/2009 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας). Συνεπεία του τραυματισμού του ο ενάγων της κύριας αγωγής δαπάνησε αναγκαίως τα παρακάτω ποσά κατά τα οποία και ζημιώθηκε : α) το συνολικό ποσό των 145,43 ευρώ για τις κακώσεις στο στέρνο (βλ. την αριθμ. 477700/189/31-12-2005 απόδειξη ιατρικού κέντρου), β) το συνολικό ποσό των 451,38 ευρώ για θεραπευτική αγωγή της σπονδυλικής στήλης (βλ. την από αριθμ. 7786376/5-12-2005 απόδειξη ιατρικής κλινικής & και γ) το συνολικό ποσό των 741,62 ευρώ για θεραπεία και συντηρητική αγωγή της περιοχής τα κεφαλής και του αυχένα (βλ. την αριθμ. 7794710/31-12-2005 απόδειξη της πιο πάνω κλινικής) και συνολικά από τις ανωτέρω αιτίες δαπάνησε το ποσό των (145,43 + 451,38 + 741,62 = ) 1.338,43 ευρώ. Τέλος, για αγορά φαρμάκων και συγκεκριμένα για την αγορά ibuflam και mydocalm κατέβαλε το ποσό των 43,42 ευρώ (βλ. την από 3-8-2005 απόδειξη του φαρμακείου ), ενώ δεν αποδείχτηκε ότι εξ αιτίας του ατυχήματος υπέστη κακώσεις στην οδοντοστοιχία του και για το λόγο αυτό αναγκάστηκε να υποβληθεί σε χειρουργικές επεμβάσεις. Συγκεκριμένα, το αριθμ. 831/2009 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας δεν κάνει λόγο για κακώσεις δοντιών, αλλού ούτε και στο από 17-11-2005 προσκομιζόμενο έγγραφο των οδοντιάτρων Π. Μ και U. S γίνεται αναφορά ότι οι κακώσεις των δοντιών του ενάγοντος οφείλονταν σε τροχαίο ατύχημα, η δε κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης δεν ενισχύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο και ως εκ τούτου το σχετικό αγωγικό κονδύλιο θα πρέπει ν απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Συνεπώς, η συνολική ζημιά του ενάγοντος της πρώτης αγωγής ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (10.293 συν 750 συν 10.000 συν 1.338,43 συν 43,42 = ) 22.425 ευρώ. Τέλος, από την ένδικη σύγκρουση ο ανωτέρω ενάγων έχει υποστεί ηθική βλάβη τόσο από τον τραυματισμό του όσο και από τη ζημία του οχήματός του, αφού και το γεγονός αυτό ως βιοτικό συμβάν δεν παύει να προκαλεί στον ζημιωθέντα στενοχώρια και ψυχική αναταραχή κατά την ώρα του ατυχήματος αλλά και σωματική και ψυχική ταλαιπωρία στο μετέπειτα διάστημα μέχρι την επαναφορά του αυτοκινήτου στην αρχική κατάσταση. Γι αυτό, προς αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης πρέπει να του επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 2.000 ευρώ, ποσό το οποίο, και μετά τη στάθμιση του είδους του τραυματισμού του ενάγοντος, του είδους και του ύψους των ζημιών του, των συνθηκών του ατυχήματος και της οικονομικής και κοινωνικής καταστάσεως των διαδίκων φυσικών προσώπων, κρίνεται εύλογο ( άρθρο 932 ΑΚ). Κατόπιν όλων των προεκτιθεμένων θα πρέπει Α) να γίνει εν μέρει δεκτή η από 31-3-2008 (αριθμ. εκθ. καδικ. 266/2008) κύρια αγωγή του X1, ως βάσιμη κατά την ουσία της και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν σε ολόκληρο ο καθένας τους το ποσό των 24.425 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
Όσον αφορά το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της απόφασης εκτελεστής (άρθρο 907, 908 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, οι οποίοι επιβάλλουν την προσωρινή εκτελεστότητά της ενόψει ιδίως του χρόνου που παρήλθε από το ατύχημα και γι αυτό το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, ενώ το αίτημα για προσωπική κράτηση του πρώτου εναγομένου πρέπει επίσης ν απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, εφόσον η αξίωση του ενάγοντος είναι εξασφαλισμένη ενόψει της μη αμφισβητούμενης φερεγγυότητας της συνεναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας. Επίσης, οι εναγόμενοι θα πρέπει ένεκα της ήττας τους να καταδικαστούν, ανάλογα με το μέγεθος της νίκης και ήττας των διαδίκων, στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος του, όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 178 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει) και
Β) αφού απορριφθεί η από 1-7-2008 (αριθ. εκθ. καδικ. 701/2008) αγωγή της ασφαλιστικής εταιρείας ως προς τον εναγόμενο X1, να γίνει δεκτή αυτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη ως προς τους λοιπούς εναγομένους Ψ1και ασφαλιστική εταιρεία «Α.Ε.Γ.Α» και να υποχρεωθούν αυτοί να της καταβάλουν, σε ολόκληρο ο καθένας τους, το ποσό των 17.036 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Όσον αφορά το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της απόφασης εκτελεστής (άρθρο 907, 908 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, οι οποίοι επιβάλλουν την προσωρινή εκτελεστότητά της και γι αυτό το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Τέλος, οι ανωτέρω εναγόμενοι θα πρέπει να καταδικαστούν, ένεκα της ήττας τους, στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος της, όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176 ΚΠολΔ).
—————————————-